Ω λέλε
- Γράφτηκε από τον/την Αρθρογράφος
Του Νίκου Ζιώγαλα
Μεγάλωσα σε έναν τόπο όπου, όταν παίζαμε μπάλα, χωριζόμασταν σε «Βλάχους και Γκρέκους». Οι Βλάχοι κερδίζανε τις περισσότερες φορές. Όταν χάνανε, ή θα μας δέρνανε, ή θα παίρνανε την μπάλα και θα φεύγανε. Ήτανε ο φόβος και ο τρόμος. Όμως μεγαλώναμε μαζί Βλάχοι, Πόντιοι, Αρβανίτες και Τσορνοβίτες (έτσι μας φώναζαν όσους καταγόμασταν από τη Φυτειά), όλοι σε μια γειτονιά. Μια πολύχρωμη γειτονιά από γλώσσες, συνήθειες, έθιμα και κουλτούρες.
Η γειτονιά όπου μεγάλωσα στη Βέροια ήτανε το χωνευτήρι αυτών των τοπικών ιστοριών, που με ακολούθησαν κατόπιν σε όλη μου την προσωπική ιστορία μέχρι σήμερα. Αυτά μου ήρθαν αυθόρμητα στον νου όταν πήρα στα χέρια μου το έργο ο lele / ω λέλε σε μουσική του Σούλη Λιάκου (οχτώ από τα δέκα τραγούδια του δίσκου) και δύο τραγούδια του Μάκη Σεβίλογλου, επάνω σε στίχους βλάχικους του Βασίλη Νιτσιάκου, καθηγητή λαογραφίας και ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ένα έργο-έκπληξη, που από την αρχή ως το τέλος το διαπερνά μια συγκίνηση, η οποία έχει να κάνει με μια ευαισθησία και τρυφερότητα που ακουμπάνε επάνω σε αρχετυπικά συναισθήματα και αρχέγονες μνήμες, που ίσως η λέξη «παιδικότητα» μπορεί να εκφράσει περισσότερο. Ένα έργο που ξεκινάει από κάτι τοπικό και ταπεινό, από μια γλώσσα που χάνεται, για να συνδεθεί με ό,τι πιο κοσμικό και παγκόσμιο. Όπως γράφει στον πρόλογο ο Σούλης Λιάκος: «…πώς θα βρω τον δρόμο από το μαντίλι της γιαγιάς μου ως το κέντρο της Νέας Υόρκης; Τι θα πει να ξεκινάς από το προσωπικό για να συναντήσεις το οικουμενικό; Ναι, το συναίσθημα είναι ο δρόμος και η πατρίδα των πάντων…». Αρχέγονες μνήμες, αρχετυπικά συναισθήματα, νανουρίσματα «πέρα στη μαύρη θάλασσα», τραγοπόδαρα στοιχειά με κάπες και κουδούνες, κλαρίνα, τρομπέτες, βιολιά, Μακεδονίτισσες νεράιδες του δάσους και μελωδίες που ακουμπάν σε κάτι πολύ σημερινό και μοντέρνο, που όμως συγχρόνως κρατιέται γερά στα πόδια της παράδοσης, μακριά από μιμητισμούς και παραδοσιολαγνείες. «Ω λέλε!» το επιφώνημα για τον πόνο, για τη χαρά, για τον θρήνο. «Ω λέλε!», ένα επιφώνημα τόσο οικείο εκεί στη Μακεδονία.
Ένα έργο που ξεκινάει από κάτι τοπικό και ταπεινό, από μια γλώσσα που χάνεται, για να συνδεθεί με ό,τι πιο κοσμικό και παγκόσμιο.
Μια έκδοση 150 σελίδων – λεύκωμα τρίγλωσσο στα ελληνικά, βλάχικα και αγγλικά, επάνω σε κείμενα και ποίηση βλάχικη του Βασίλη Νιτσιάκου, από την Kyklos Records, που οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Αθήνα, τη Βέροια, την Κοζάνη και την Ολλανδία. Μου ζητήθηκε μια πολύ μικρή συμμετοχή, το έκανα σαν ελάχιστο φόρο τιμής στην παιδική μου ηλικία, ίσα για να ξαναζωντανέψει όλη εκείνη η απωθημένη μέσα μου παιδική πολυχρωμία, το χαμένο κομμάτι του προσωπικού μου παραμυθιού εκεί στην πολυπολιτισμική Βέροια. Ακούγοντας τις μουσικές του Σούλη Λιάκου με τα λόγια στα βλάχικα του Βασίλη Νιτσιάκου, βλάχου του ιδίου, αισθάνθηκα ότι οι παιδικές μας αλάνες στη Βέροια γίνανε τόποι ενός παγκόσμιου πολιτισμού. Τα ακαταλαβίστικα βλάχικα, οι τραχιές φιγούρες των παιδιών της δεκαετίας του ’60 στη Βέροια, βρήκανε τη θέση τους σε ένα οικουμενικό συναίσθημα. Εκείνο του λυγμού, που με ακολουθάει ως σήμερα.
Πηγή: https://diastixo.gr/