Το ψωμί της ξενιτιάς
- Γράφτηκε από τον/την Αρθρογράφος

Γράφει ο Γιώργος Τροχόπουλος
Δύο περιστατικά θα αναφέρω στο σημείωμα μου αυτό που συνέβησαν στην ζωή μου και έχουν διαφορά ‘’φάσης’’ τουλάχιστον 58 χρόνων, αλλά είναι το ίδιο συγκινητικά και έχουν ως κοινό παρονομαστή, τα δύσκολα χρόνια της ‘’αναγκαστικής’’ μετανάστευσης του Ελληνικού εργατικού δυναμικού στην Γερμανία κυρίως αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, για τους ευνόητους λόγους που όλοι μας γνωρίζουμε. Είναι όντως μία οδυνηρή διαδικασία η ‘’αναγκαστική’’ μετανάστευση, τα αφήνεις όλα πίσω σου και φεύγεις σε ξένη χώρα να βγάλεις το ψωμί σου, επειδή δεν υπάρχει πιθανότητα επιβίωσης για εσένα και τους οικείους σου εάν παραμείνεις στην Πατρίδα σου.
Πρώτο περιστατικό:
Ήταν απομεσήμερο, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μαθητής τότε στην πρώτη Γυμνασίου στην Πόλη της Βέροιας, όταν άκουσα από τα μεγάφωνα των ΚΤΕΛ Ημαθίας, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι που μέναμε στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, την φωνή του υπαλλήλου που ανήγγειλε:
Για Θεσσαλονίκη στο δέκα, εννοώντας φυσικά τον αριθμό του κοντομούρικου λεωφορείου μάρκας Μερσέντες που ήταν σταματημένο μπροστά-μπροστά. Άρχισε να ανεβαίνει ο κόσμος σιγά-σιγά, γέμισε το λεωφορείο και ετοιμάστηκε ο οδηγός να ξεκινήσει, όμως ένας γηραλέος κύριος είχε αγκαλιάσει ένα νεαρό μέσα στο λεωφορείο , έκλαιγε συνεχώς και αρνιόταν να κατεβεί, προφανώς ήταν ο γιος του που έφευγε στην Γερμανία. Έσβησε την μηχανή του λεωφορείου ο οδηγός και συγκινημένος, αφού σηκώθηκε από την θέση του, πήγε στον κακόμοιρο πατέρα και τον παρακάλεσε να αφήσει τον γιο του για να μπορέσει να ξεκινήσει το δρομολόγιο. Εν τω μεταξύ από το διπλανό καφενείο του κ. Τσανάκα όλοι οι πελάτες με δάκρυα στα μάτια είχανε βγει και παρατηρούσαν τη δραματική σκηνή, αυτήν που ένας πατέρας είχε σφιχταγκαλιάσει το παιδί του που έφευγε, προφανώς στην Γερμανία μέσω Θεσσαλονίκης με τρένο, αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει, ήταν το σπλάχνο του, πώς να συνηθίσει τον χωρισμό. Το λεωφορείο ξεκίνησε με 15 λεπτά καθυστέρηση, την σκηνή όμως αυτή του αποχωρισμού δεν μπορώ να την ξεχάσω. Καταραμένη ξενιτιά.
Δεύτερο περιστατικό:
Είχα μία πελάτισσα στο φαρμακείο, την κυρία Μαρία, πολλά χρόνια,η σχέση μας ήταν πολύ καλή, με συμβουλευόταν για ό,τι θέμα υγείας την απασχολούσε και έδειχνε πολύ ευχαριστημένη, άλλωστε ο Πολίτης μιλάει ανοιχτά στον Φαρμακοποιό του, αυτό είναι συμπέρασμα της μακροχρόνιας εμπειρίας μου. Το φαρμακείο μου το μετέφερα κάποτε από την Καλλιθέα, που βρισκόταν, στην οδό Βενιζέλου, αρκετά μακριά από την παλιά του θέση, γύρω στα 3 χιλιόμετρα, αλλά παρόλα αυτά η κυρία εξακολουθούσε να έρχεται για τα φάρμακα της στην νέα μου διεύθυνση.
Μία μέρα του Δεκέμβρη του 2022 ήρθε η κυρία χαμογελαστή όπως πάντα και έψαξε να βρει τις συνταγές της στην τσάντα της, ενώ κατά διαβολική σύμπτωση από τα ηχεία του υπολογιστή άρχισε να ακούγεται το τραγούδι του Καζαντζίδη σε στίχους του μεγάλου, για εμένα, στιχουργού-ποιητή Κώστα Βίρβου με τίτλο ‘’στις φάμπρικες της Γερμανίας’’ που συνέχιζε…και στου Βελγίου τις στοές, πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες αχ μοναχές κλπ
Είδα την κυρία που είχε χλωμιάσει απότομα και μόλις που πρόλαβα να την αρπάξω για να μη σωριαστεί στο πάτωμα, της προσέφερα τις πρώτες βοήθειες και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεβάτι υπηρεσίας του φαρμακείου. Συνήλθε σε λίγο, με κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και κλαίγοντας μου είπε:
-Γιώργο παιδί μου. έκανα στην Γερμανία 34 περίπου χρόνια και αυτό το τραγούδι, όπως και Καζαντζίδης με την φωνή του και τα τραγούδια του, ήταν η παρηγοριά για μένα αλλά και για όλους τους συμπατριώτες που ήμασταν εκεί να δουλεύουμε σκληρά για τους Γερμαναράδες, από ανάγκη όμως, από ανάγκη, ειδάλλως….
Στο μυαλό μου ήρθε η σκηνή από τα ΚΤΕΛ , τότε την δεκαετία του 1960 που και να ήθελα να την ξεχάσω , τώρα δεν γινότανε. Θυμήθηκα όμως και τις δηλώσεις μιας λαϊκής αοιδού σε μια μουσική εκπομπή της τηλεόρασης, που είχε πει το αμίμητο ότι ‘’Ο Καζαντζίδης εκμεταλλεύτηκε το κλίμα εκείνης της εποχής και έγραψε τέτοια τραγούδια ‘’ υπονοώντας προφανώς το οικονομικό και καλλιτεχνικό του όφελος.
Θεέ μου, σκέφτηκα, τι κόσμος ‘’αγράμματος’’ υπάρχει που μάλιστα αυτοπροσδιορίζονται και ως καλλιτέχνες .
Πώς να το έλεγα αυτό στην κυρία Μαρία και πώς θα ένιωθε ακούγοντας κάποιον να απαξιώνει με αισχρό τρόπο αυτόν που είχε για Θεό, αυτόν που την βοηθούσε με την φωνή του και τα τραγούδια του, εκείνα τα πέτρινα χρόνια, να αντέξει την δύσκολη παραμονή στο ξένο μέρος, δουλεύοντας υπό απάνθρωπες συνθήκες μακριά από τους δικούς της.
Τι μπορεί να πει κανείς για άτομα που στην ενσυναίσθηση παίρνουν ΜΗΔΕΝ.
Γ.Ξ. ΤΡΟΧΟΠΟΥΛΟΣ