«Χρώμα και θέση στη βυζαντινή αγιογραφία»: Β' Συνέδριο Βυζαντινών Τεχνών στη Βέροια
- Γράφτηκε από τον/την Μαρία Τριγώνη
Στις 20 Ιουνίου στις 6 το απόγευμα, στο πλαίσιο των ΚΑ Παυλείων, στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο, από τη Σχολή Βυζαντινών Τεχνών της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας πραγματοποιήθηκε το Β' Συνέδριο Βυζαντινών Τεχνών με θέμα «Χρώμα και Θέση στη Βυζαντινή Αγιογραφία».
Την έναρξη του Συνεδρίου πραγματοποίησε ο π. Διονύσιος Συρόπουλος και στη συνέχεια προσκάλεσε στο βήμα τον εκπρόσωπο του Μητροπολίτου, πανοσ αρχιμ. π. Δημήτριο Μπακλαγή, Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως, ο οποίος ανέγνωσε το μήνυμα του σεβασμιωτάτου που απουσίαζε στο εξωτερικό.
Στην συνέχεια τη θέση του προέδρου του συνεδρίου κατέλαβε ο κ. Τσιτούρας Εμμανουήλ ο οποίος χαιρέτησε τους πατέρες, τους ομιλητές του συνεδρίου μα και όλους τους παρευρισκόμενους.
Πρώτος ομιλητής ο Επίκουρος καθηγητής του τμήματος Βυζαντινής Αρχαιολογίας κος Γεώργιος Φουστέρης με θέμα "Το εικογραφικό πρόγραμμα στους ορθόδοξους ναούς: ένα ανεξερεύνητο πεδίο της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής τέχνης"
Ο κ. καθηγητής μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο κατάγραφος με τοιχογραφίες ναός είναι σημείο αναφοράς για τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Στην σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η άποψη ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα είναι σε γενικές γραμμές σταθερό. Τόσο στα θεολογικά όσο και στα αρχαιολογικά συγγράμματα αναφέρεται ότι οι κύριοι κύκλοι του Προγράμματος επαναλαμβάνονται σχεδόν στερεότυπα. Όποιες παραλλαγές παρατηρούνται είναι δευτερεύουσας σημασίας και οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι οι παραστάσεις πρέπει να προσαρμοστούν σε διαφορετικούς τύπους και μεγέθη ναών.
Πράγματι, χωρίς καμία αμφιβολία υπάρχουν κάποιες αρχές που διατρέχουν την λογική όλων των εικονογραφικών προγραμμάτων. Η πεποίθηση όμως ότι το Εικονογραφικό Πρόγραμμα είναι προκαθορισμένο, άκαμπτο και σταθερό δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Η ακαδημαϊκή και λόγια θεολογία εγκλωβίστηκε σε αυτή την άποψη και την θεώρησε σωστή και φυσιολογική, αφού ο ναός απεικονίζει την θεία Οικονομία, την Εκκλησία ως Βασιλεία του Θεού: μία αιώνια, εσχατολογική, πέραν του χρόνου πραγματικότητα. Οι θεολόγοι στην νεωτερική εποχή τείνουν να αποδεχθούν και επιχειρούν να εξωραΐσουν μία αντίληψη σαφώς εξωεκκλησιαστική που αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως έναν άκαμπτο διαχρονικά μηχανισμό που ελέγχει και προκαθορίζει όλες της πτυχές της ζωής και επομένως και της Τέχνης. Από την άλλη μεριά οι Ιστορικοί της Τέχνης μέσα από τα μάτια του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου, αποδέχονται αβασάνιστα και διαιωνίζουν την αντίληψη ότι η τέχνη του Βυζαντίου, ως «Μεσαιωνική» τέχνη, είναι μία έκφραση απόλυτα καθορισμένη από την Εκκλησία, χωρίς ελευθερία επιλογών, υποταγμένη στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και του Ιερατείου, με περιορισμένες δημιουργικές ανησυχίες και δυνατότητες εξέλιξης.
Οι καθιερωμένες αυτές απόψεις διατυπώθηκαν και παγιώθηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όταν η γνώση για τα εικονογραφικά προγράμματα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Σήμερα όμως, η εξέλιξη της έρευνας και οι νέες δυνατότητες προσέγγισης και κατανόησης των εικονογραφικών προγραμμάτων, μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε σε μεγάλο βαθμό και σε πολλούς τομείς αυτά που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε δεδομένα.
Με βάση λοιπόν νεώτερες έρευνες, αποδεικνύεται ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα, ενώ ήταν δομημένο με κάποιες σταθερές αρχές, κάθε φορά διαφοροποιούνταν με έναν εκπληκτικό τρόπο. Το ζητούμενο για την βυζαντινή κοινωνία και ειδικότερα για τους καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και ζωγράφους ήταν να επαναλάβουν τα ίδια πράγματα, αλλά με νέο και πρωτότυπο τρόπο ώστε κάθε ναός να έχει μία μοναδική ταυτότητα. Η διαφοροποίηση στην διάταξη των τοιχογραφιών, οι επινοήσεις και τα ευρήματα εξέφραζαν τις θεολογικές αναζητήσεις αλλά και την δημιουργικότητα των καλλιτεχνών και των υπόλοιπων συντελεστών της εικονογράφησης των ναών.
Δεύτερος ομιλητής ο ο Μοναχός Παΐσιος Καρεώτης, καθηγητής Στην Αθωνιάδα εκκλησιαστική Ακαδημία με θέμα " Η παιδαγωγική αξία της εικονογραφίας", όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι όλη η ανθρώπινη ζωή, στη σχέση της με τον Θεό, διέρχεται από τον δρόμο της εικονικότητος.
« Άνθρωπος, εν εικόνι διαπορεύεται» (ψαλμ)
Πρώτος που εποίησε εικόνα είναι ο Άγιος Θεός.
Εποίησε τον άνθρωπο «κατ' εικόνα αυτού και ομοίωση».
Οτιδήποτε αποτελεί εικόνα, είναι εκ του αισθητού κόσμου. Ο Απόστολος Παύλος τα λέγει «έσοπτρα», τα οποία κάποτε θα λυθούν και τότε «οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστιν» Είναι αδύνατον να εισέλθουμε στον νοητό κόσμο, χωρίς να παιδαγωγηθούμε θεοπρεπώς στις εικόνες του αισθητού κόσμου.
Ένας από τους έξι τρόπους εικονικότητος που αναφέρουν οι Πατέρες, είμαι και αυτό που λέμε συνήθως, οι εικόνες των Αγίων της Εκκλησίας.
Αλλά πριν εισέλθουμε στην Εκκλησία, δεχόμαστε έναν καταιγισμό εικόνων του δυτικού πολιτισμού που ζούμε. Οι εικόνες αυτές του κόσμου εκφράζουν την δυτική ψυχή, για την οποία ο αισθητός κόσμος είναι η μόνη πραγματικότητα και οι εικόνες του, ταυτίζονται με το νόημά τους, γίνονται αυτοσκοπός.
Γι αυτό και ο ρόλος της ορθοδόξου εικόνας, σήμερα, είναι σημαντικός περισσότερο από ποτέ άλλοτε, διότι επιφέρει ρήγμα στον δυτικό πολιτισμό.
Η ορθόδοξη εικόνα γίνεται γέφυρα προς έναν θεοειδή κόσμο. Οδηγεί στην κοινωνία των αγίων, στα αιώνια και αληθινά αρχέτυπα.
Ακόμα και η διαδικασία της κατασκευής της, έχει πολλή σοφία και αγιασμό. Πριν ακόμα φθάσει στο τελικό αποτέλεσμά της, η εικόνα ασκεί μια παιδαγωγία σε πολλές εκκλησιαστικές αξίες.
Χαρίζει μία μαθητεία στο Φως. «Παν γαρ το φανερούμενον, φως εστί»
Διδάσκει την εκκλησιαστική ενότητα του Χριστού.
Διδάσκει τις αληθινές προσωπικές σχέσεις.
Διδάσκει την αξία της παραδόσεως και τον σεβασμό προς αυτήν.
Κάνει την ψυχή πιο ευαίσθητη προς το ωραίο, με τα κατανυκτικά και άφωνα χρώματά της, που ομιλούν για την Δόξα του Θεού.
Η παιδαγωγία της εικόνος, εισέρχεται στην ψυχή του μαθητή, απαλά,
μυστικά, χωρίς πιέσεις, χωρίς κραυγαλέα κηρύγματα. Δημιουργεί ριζώματα στην ψυχή του μαθητή, και όποιος θελήσει να τα καλλιεργήσει, θα ανθοφορήσει τη Χάρι του Αγίου Θεού.
Τελευταίος ομιλητής ο Αναπληρωτής Καθηγητής και εκλεγμένος Διευθυντής του Προγράμματος Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, κος Ιωάννης Καραπαναγιώτης με θέμα "Οι βαφές από τους πανάρχαιους χρόνους μέχρι τα εκκλησιαστικά υφάσματα του Αγίου Όρους. Μια φυσικοχημική προσέγγιση"
Ο κ. Καραπαναγιώτης ανέφερε ότι τα φυτά, τα έντομα και οι θαλάσσιοι οργανισμοί αποτελούσαν τις πρώτες ύλες για τη βαφή υφασμάτων, μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε και επικράτησε η χρήση των συνθετικών βαφών.
Σε αντίθεση ίσως με άλλα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί σε αντικείμενα πολιτισμού στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, οι φυσικές οργανικές χρωστικές (βαφές) έχουν μελετηθεί ελάχιστα. Παρόμοια, τα ιστορικά υφάσματα έχουν τύχει σχετικά περιορισμένης προσοχής, τόσο όσον αφορά τη φυσικοχημική τους μελέτη όσο και τις εφαρμοζόμενες μεθόδους συντήρησής τους.
Σκοπός της εργασίας ήταν η παρουσίαση των φυσικών οργανικών χρωστικών (βαφών) που έχουν ταυτοποιηθεί με φυσικοχημικές μεθόδους σε υφάσματα, αλλά και ζωγραφικά έργα, της πολιτισμικής κληρονομιάς του Ελλαδικού χώρου. Παρουσιάστηκαν αποτελέσματα εργασιών που πραγματοποιήθηκαν σε αντικείμενα της προϊστορικής περιόδου, των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, καταλήγοντας στα υφάσματα του βυζαντινού πολιτισμού του Αγίου Όρους.
Στην Συνέχεια ακολούθησε πλήθος ερωτήσεων από τους παρευρισκόμενους.
Ο κ. Τσιτούρας πριν κλείσει το συνέδριο, ευχαρίστησε τους τρεις ομιλητές, ανάγνωσε τα ονόματα των σπουδαστών κατά τμήματα που θα λάβουν βεβαίωση σπουδών απ τη Σχολή Βυζαντινών Τεχνών και ανακοίνωσε ότι η έναρξη των μαθημάτων για τη σχολική χρονιά 2015-2016 θα γίνει την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015.
Τέλος κάλεσε τον Σεβαστό π. Δημήτριο εκπρόσωπο του Μητροπολίτου, να επιδώσει τα αναμνηστικά των 21ων Παυλείων στους ομιλητές.