Τα "Μικρά πεζά" του Γιώργου Σιώμου παρουσιάστηκαν στην Βέροια
- Γράφτηκε από τον/την Αρθρογράφος
Του Γιώργου Σιώμου
Στις 11/5/2022 ο ποιητής Ηλίας Τσέχος και η υπεύθυνη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Βέροιας Βούλα Κοτσάλου παρουσίασαν στο πατάρι του BELUGA, σε μια ατμόσφαιρα ζεστή σε εκλεκτούς αναγνώστες, το βιβλίο μου «μικρά πεζά».
Δίνω ένα δείγμα του περιεχομένου του βιβλίου από κάθε ενότητα.
Αφρόν θαλάσσης
Κτυπάει ο έλικας
Του καραβιού μας
Όταν ένα μωρό κοιμάται
Όταν ένα μωρό κοιμάται είναι ένα άγραφο χαρτί, μια ήρεμη λίμνη, η θάλασσα λάδι και τα στάχυα χρυσίζουν στον ήλιο. Όταν ένα μωρό κοιμάται κάποιοι ξαγρυπνούν, ο κόσμος είναι όμορφος, δίκαιος και πλασμένος για τα πιο υψηλά ιδανικά. Όταν ένα μωρό κοιμάται ήσυχα στα βουνά λιώνουν τα χιόνια, στους κάμπους ανθίζουν τα δέντρα και στα λιβάδια βόσκουν αμέριμνα άγρια άλογα. Όταν ένα μωρό κοιμάται ήρεμα, χωρίς γκριμάτσες, η μαμά κι ο μπαμπάς φροντίζουν για όλα, όλα είναι τακτοποιημένα, όλα είναι στη θέση τους κι η πιπίλα στο στόμα.
Τρεις τόνοι νιτρογλυκερίνης
Γωνία Εγνατίας και Αριστοτέλους στέκονται τρεις νέες. Ωραίες, ψηλές, χυμώδεις και με καμπύλες άψογες. Αγέρωχες και αυτάρκεις στη νεότητά τους.
Τι να φοβηθούν από την έκρηξη, τρεις τόνοι νιτρογλυκερίνης;
Μια τέτοια μέρα
Μια τέτοια μέρα με ομίχλη, βροχή και κρύο, με αντάρα, με καταχνιά σαν κατοχή, μια τέτοια μέρα θανατερή επιθυμώ να φύγω, να φύγω οριστικά. Να ξεκινούν οι φίλοι κι οι δικοί μου για να έρθουν και κάθε βήμα να 'ναι δύσκολο γι’ αυτούς, να μην προφτάσουν, και τότε μόνος με τα νύχια μου θα σκάψωτο μνήμα μέσα για να μπω. Αφράτο θα' ναι το μαύρο χώμα κάτω απ' τις γέρικες βελανιδιές και ίσως η μάνα μου να κλάψει όταν με δει κοντά της.
Να μη χτυπήσουν οι καμπάνες, ούτε κουδούνια κοπαδιών να ακουστούν. Μην χλιμιντρίσει το άλογο.
Η σιγή να ‘ναι η συντροφιά μου και τ' αγιάζι.
Ομίχλη και βαριά ψιχάλα, υγρασία, καταχνιά κι αντάρα ταιριάζουν σε έναν θάνατο καλό.
ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Ανεβαίνω στα βουνά, με αντάρα κι ομίχλη, σε βουνά
ξεχασμένα απ' τους αρχαίους θεούς, με χιόνια, με οξυές που θροΐζουν στους παγωμένους αγέρηδες, με έλατα που τρυπούν τον ουρανό, με ρόμπολα. Βουνά κακοτράχαλα, σε καιρούς παλαιϊκούς, με τσελιγκάδες τραχείς, βοσκούς ντυμένους με χοντρές μαύρες κάπες, με τα κορίτσια στον αργαλειό να υφαίνουν την προίκα τους και να τραγουδούν τον καλό τους που θα έρθει από τη Μαύρη Θάλασσα. Τραγουδούν σε μια γλώσσα παλιά, απόμακρη, απομεινάρι περασμένων εποχών, τη γλώσσα των ψηλών βουνών που δεν την καταλαβαίνω, όμως την αισθάνομαι, με ταξιδεύει, στις ρεματιές και στα πλάγια, στα έλατα και στους πληγωμένους από βόλι ή από το άλλο βόλι της αγάπης. Τραγουδούν στη γλώσσα που γράφει ο Βλάχος τα ποιήματά του. Οι μουσικές του συνθέτη με μαγεύουν κι έτσι μαγεμένος από τον ήλιο, τη σελήνη και τ' άστρα, καβάλα στα σύννεφα, ακούω τον δίσκο Ω λε λεκι ανεβαίνω βουνά κακοτράχαλα, με ομίχλες κι αντάρες. Ακούω μια ντουφεκιά και την ηχώ της που σέρνεται στη βαθιά χαράδρα μέχρι να σβήσει.
Σε βράχο δεμένος πισθάγκωνα ακούω λόγια ακατάληπτα, απόκοσμα, μαυλιστικά και μουσικές εξαίσιες, μεθυστικές.
Τα χρυσάνθεμα
Μικροί ήλιοι είναι τα χρυσάνθεμα. Ανθίζουν μες στο καταχείμωνο και λάμψεις κίτρινες σκορπούν, δέσμες φωτός εξαίσιες, όταν όλα τα φυτά κοιμούνται αυτά αγρυπνούν μέσα σε στοργικές αυλές. Ίσως γι' αυτό το φως τους, για τη ζωή που περικλείουν και υμνούν, να προτιμούν οι άνθρωποι τους νεκρούς να συνοδεύουν στις κηδείες. Ίσως να ευελπιστούν ζωή να δώσουν στους νεκρούς, καθώς αρνούνται να δεχτούν τον θάνατό τους. Αιώνιος χειμώνας είναι ο θάνατος και ίσως, ποιος ξέρει, τα χρυσάνθεμα, με το γλυκό τους φως, να τους γυρίσουν πίσω στη ζωή.
Ζωή είναι τα χρυσάνθεμα, αγώνας διαρκής, ανιδιοτελής κι ελπιδοφόρος, κόντρα στον άνεμο, στην παγωνιά, σε κάθε δυσκολία. Όπως το κολιμπρί που με τη σταγονίτσα του παλεύει απελπισμένα, μα το παλεύει, του δάσους τη φωτιά να σβήσει. Ή σαν τον επίμονο τσελίσταπου με τους μαθητές του παίζει μουσική δωματίου σε ένα κοινό αδιάφορο για τέτοια μουσική, μα επιμένει. Σαν τα χρυσάνθεμα κι αυτός ανθίζει τον χειμώνα.
Ήλιοι μικροί είναι τα χρυσάνθεμα.
Όπως το φίδι ξεγελιέται απ' τον καιρό και πάει να ξεπαγώσει, να βγει από τη νάρκη του και σκουντουφλάει εδώ κι εκεί, πασχίζοντας για λίγο φως, για λίγο αέρα, για μια φιδοζωή εν τέλει, έτσι σαλεύει αργοκίνητο, δυσκίνητο, ανάπηρο, βουβό, στων λέξεων τα σπλάχνα, στο αχανές των λέξεων, το άγνωστο εκείνο κι ακαθόριστο, άσχημο κι ασαφές, που στα τυφλά γυρεύει να ειπωθεί,να γεννηθεί, να ανυψωθεί, να γίνει κάτι, οντότητα να αποκτήσει και ύπαρξη, διέξοδο να βρει, χωρίς να ξέρει ούτε το ίδιο, τι θα 'ναι αυτό ή αν αξίζει μια σταλιά, μόνο για να φανερωθεί, για να γραφτεί γυρεύει.
Τα δέντρα των πόλεων
Τα δέντρα των πόλεων είναι φτωχά και κάτισχνα. Οι ρίζες τους ψάχνουν για λίγο χώμα ανάμεσα σε σωλήνες αποχετεύσεων, φρεάτια ομβρίων υδάτων και καλώδια. Ασφυκτιούν κάτω από τις πλάκες των πεζοδρομίων. Οι κορμοί τους είναι γεμάτοι από πρηξίματα κι έχουν το χρώμα του δέρματος της χελώνας δίχως καύκαλο. Η γύμνια τους είναι πιο χτυπητή τον χειμώνα. Τα κλωνάρια τους είναι σαν άδεια χέρια που τίποτα δεν έχουν να προσφέρουν.
Τα δέντρα των πόλεων είναι φυλακισμένα σκυλιά σε σαλόνια. Τα δέντρα των πόλεων είναι οι φυγάδες των δασών, οι μετανάστες χωρικοί του '50 και του ‘60, είναι πουλιά σε κλουβιά.
Μα όταν θυμούνται τη φύση τους σπάνε τις πλάκες των πεζοδρομίων, ραγίζουν τα τσιμέντα, στραβώνουν τα σίδερα, βγαίνουν από τα κλουβιά τους τα πουλιά, ουρλιάζουν σαν λύκοι τα σκυλιά, ξεχειλίζουν με νερά τα φρεάτιακι οι δρόμοι των πόλεων γίνονται χείμαρροι που κατεβάζουν κάθε λογής άχρηστα αντικείμενα.
Τα δέντρα των πόλεων είναι οι άνθρωποι σε σπίτια κλουβιά.
Το σπίτι με τα κεραμίδια
Χτες που είχε καλό καιρό πήγα, μια ώρα από εδώ και κάτι, στο χωριό να βάλω λουκέτο στο σπίτι μας το πατρικό. Μάζεψα τα καρύδια που είχαν πέσει απ' τις βροχές και τον αέρα, φύτεψα μια συκιά και μια βερικοκιά, συγκέντρωσα τσαπιά, πριόνια, λάστιχα και τσεκούρια στο υπόγειο κι έκλεισα τα νερά.
Το σπίτι μ' έβλεπε συλλογισμένο. Όταν έκλεισα και την εξώπορτα και μπήκα στ' αυτοκίνητο να φύγω, δεν βάσταξε κι άρχισε να κλαίει.
Μην κλαις, του λέω, την άνοιξη πάλι εδώ θα είμαι.
Ναι, αλλά, πώς μόνο μου θα βγάλω τον χειμώνα;
Κατέβηκα, έβγαλα μια κουβέρτα απ' τη μισάντρα και το σκέπασα. Μόλις αποκοιμήθηκε, μπήκα στις μύτες των ποδιών πατώντας στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος προσεχτικά και έφυγα.
Δέντρα γυμνά
Μέρα τη μέρα μπαίνουμε σε καραντίνα, σε ακινησία, σαν τα δέντρα τονχειμώνα που κοιμούνται, χωρίς φύλλα, με πεθαμένους τους χυμούς και τα κλωνιά γυμνά, εκτεθειμένα στη βροχή και στον άνεμο.
Μπαίνουμε σε καραντίνα, εγκλωβισμένοι σαν αλεπούδες που τις έφραξαν την έξοδο και στα λαγούμια έριξαν καπνούς.
Πρόβα θανάτου είναι η καραντίνα για μας, ενώ τα δέντρα ξέρουν πως την άνοιξη θ' ανθίσουν.