Η ατέρμονη ελληνική συμφορά
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Του Κώστα Λαπαβίτσα
Είναι πλέον οκτώ χρόνια από τότε που Ελλάδα μπήκε σε ύφεση και έξι από τότε που υιοθέτησε τη στρατηγική «διάσωσης» σχεδιασμένη από το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο του 2015 με τη μεγάλη προσδοκία ότι θα απορρίψει τη λιτότητα, έχει συνθηκολογήσει και εφαρμόζει πιστά τις πολιτικές «διάσωσης». Η οικονομία δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης και μάλιστα επέστρεψε στην ύφεση το 2015.
Παράλληλα η κατάσταση της χώρας το 2016 έχει επιδεινωθεί δραματικά από ένα κύμα προσφύγων και μεταναστών. Η Ελλάδα είναι ουσιαστικά μια χώρα διέλευσης για ανθρώπους που έρχονται από την Τουρκία και επιδιώκουν να κινηθούν προς τη βόρεια Ευρώπη. Ίσως 800.000 πρόσφυγες και μετανάστες να πέρασαν το 2015. Τον Φεβρουάριο του 2016, μετά από πιέσεις της Αυστρίας και άλλων χωρών της ΕΕ, τα ελληνικά σύνορα ουσιαστικά σφραγίστηκαν και έχουν πλέον αρχίσει να εμφανίζονται καταυλισμοί απελπισμένων ανθρώπων. Αν δεν βρεθεί μια ανθρώπινη και λογική ευρωπαϊκή λύση μέσα στις επόμενες εβδομάδες, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στην εξαντλημένη Ελλάδα θα μπορούσαν να αποδειχθούν καταστροφικές, απειλώντας την ίδια τη σχέση της με την ΕΕ.
Η κατάσταση της οικονομίας
Η κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι εμφανής από τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ, την Ελληνική Στατιστική Αρχή, στις 29 Φεβρουαρίου. Η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαίωσε ότι το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,3% το 2015. Πρέπει μάλιστα να ληφθεί ότι η σχετικά περιορισμένη συρρίκνωση του ετήσιου ΑΕΠ το 2015 οφείλεται σε μια εκπληκτική προσαρμογή προς τα πάνω της εκτίμησης για το τελευταίο τρίμηνο, που βασίστηκε σε ένα γιγαντιαίο άλμα της τάξεως του 20% των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου σε τριμηνιαία βάση. Συνολικά, η κατανάλωση ενισχύθηκε λίγο το 2015, αλλά η επενδύσεις μειώθηκαν, παρά το απίστευτο άλμα του τελευταίου τριμήνου. Εντυπωσιακό είναι ότι μειώθηκαν και οι εξαγωγές το 2015.
Πιο μακροπρόθεσμα, και όπως φαίνεται στον πίνακα 1, η οικονομία της χώρας κατακρημνίστηκε το 2008. Η πτώση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε το 2010, καθώς εφαρμόστηκαν οι καταστροφικές πολιτικές «διάσωσης», και η συνολική παραγωγή σταθεροποιήθηκε το 2013. Πιο συγκεκριμένα η βιομηχανική παραγωγή κατέρρευσε μετά το 2008 σημειώνοντας συνολική υποχώρηση της τάξης του 35%. Μετά το 2013 η ελληνική οικονομία και ειδικότερα ο βιομηχανικός τομέας ουσιαστικά λιμνάζουν.
Οι λόγοι της κατάρρευσης είναι απολύτως σαφείς και σχετίζονται με την εφαρμογή των πολιτικών «διάσωσης». Η εγχώρια ζήτηση συνετρίβη καθώς στην αρχή μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες και κατόπι αυξήθηκαν οι φόροι. Οι βαθιές περικοπές στους πραγματικούς μισθούς επιδείνωσαν τη συρρίκνωση της ζήτησης μέσω της μείωσης της κατανάλωσης. Οι επιχειρήσεις αντέδρασαν μειώνοντας τις επενδύσεις, επιδεινώνοντας έτσι κι άλλο τη συρρίκνωση της ζήτησης.
Η κατάρρευση των επενδύσεων ήταν δραματική: σε τρέχουσες τιμές, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν από το μέγιστο των 63.2 δις ευρώ το 2007 σε 17.3 δις ευρώ το 2016. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστια ζημία στην παραγωγική δομή της Ελλάδας και γιγαντιαία κλιμάκωση της ανεργίας, που σήμερα ανέρχεται περίπου στο 24%. Τέλος, και σε αντίθεση με την αβάσιμη αισιοδοξία που επικράτησε στην αρχή των Μνημονίων, οι εξαγωγές απέτυχαν παντελώς να εξισορροπήσουν την πτώση της ζήτησης. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ωστόσο, επανήλθε σε ισορροπία, καθώς η κατάρρευση των εσόδων έχει συνθλίψει τις εισαγωγές.
Κι άλλη λιτότητα
Εν μέσω αυτών των καταστροφικών συνθηκών, οι δανειστές (ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) επιμένουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις πολιτικές λιτότητας και τις «μεταρρυθμίσεις». Ο στόχος είναι να εξασφαλιστούν πρωτογενή πλεονάσματα - που θα ανέλθουν στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 - προκειμένου η χώρα να είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 321.3 δις ευρώ ή 182% του ΑΕΠ.
Για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη επιβάλει σημαντικές αυξήσεις στο ΦΠΑ και σχεδιάζει περαιτέρω περικοπές των δημόσιων δαπανών και περαιτέρω αυξήσεις των φόρων. Για την επίτευξη των περικοπών των δαπανών, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει μειώσεις των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 1,8 δις ή 1% του ΑΕΠ το 2016. Την ίδια στιγμή προτείνει μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που θα επιβάλει σημαντικές αυξήσεις των εισφορών για τους αγρότες και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το Νοέμβριο του 2015, που στην ουσία πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής σε διάφορα κερδοσκοπικά ταμεία, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Επί του παρόντος, οι τράπεζες κατέχουν ίσως 100 δις ευρώ ανεπαρκώς εξυπηρετούμενων δανείων που πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπιστούν, εάν είναι να αρχίσει να ρέει και πάλι η πίστωση. Ένα μεγάλο μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς ισχυρές επιχειρήσεις που έχουν εκμεταλλευτεί τις στενές τους σχέσεις με τράπεζες και το πολιτικό προσωπικό προκειμένου να δανειστούν με ελάχιστους ελέγχους και τραπεζική παρακολούθηση. Σημαντικό μέρος είναι επίσης προς νοικοκυριά και άτομα που έχουν πληγεί άσχημα από την ύφεση των τελευταίων οκτώ ετών.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι ένα εκρηκτικό ζήτημα, πρώτο, επειδή το χρέος των νοικοκυριών συχνά συνδέεται με τη στέγαση δημιουργώντας έτσι τον κίνδυνο πλειστηριασμού κατοικιών και, δεύτερο, επειδή μια αναδιάρθρωση του χρέους των επιχειρήσεων θα σήμαινε αναπόφευκτα αλλαγή της ισορροπίας επιχειρηματικής ισχύος σε αρκετούς τομείς της οικονομίας.
Ο συνδυασμός της νέας λιτότητας και των αδύναμων τραπεζών δημιουργεί κακές προοπτικές ανάπτυξης για το εγγύς μέλλον. Οι φορολογικοί συντελεστές για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σήμερα φτάνουν και το 50-60%. Με υψηλά επιτόκια, ελάχιστη διαθεσιμότητα πίστωσης και υποτονική ζήτηση, είναι απίθανο να περάσει η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι σαφές ότι για να υπάρξει ανάπτυξη η Ελλάδα χρειάζεται μια στοχευμένη ώθηση στην εγχώρια ζήτηση, δηλαδή αυτό είναι ακριβώς που δεν επιτρέπουν οι όροι των σχεδίων «διάσωσης».
Οι δανειστές επιμένουν σε δημοσιονομικά πλεονάσματα, «μεταρρυθμίσεις» και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών. Το ΔΝΤ αποδεικνύεται ο πιο δύσκολος δανειστής απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και ο πιο ξεκάθαρος μεταξύ των υπολοίπων. Σε ένα άρθρο του της 11ης Φεβρουαρίου στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, ο Πολ Τόμσεν, ο οποίος ουσιαστικά έχει διαχειριστεί το ελληνικό πρόγραμμα για χρόνια, υποστήριξε ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι μέτρο υψίστης σημασίας, ώστε να μπορέσει η χώρα να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018.
Ο Τόμσεν φάνηκε να πιστεύει ότι για να πιάσει το στόχο του πλεονάσματος η Ελλάδα θα χρειαστεί πολύ σκληρότερα μέτρα λιτότητας, ενδεχομένως της τάξεως του 4-5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Κατά τον ίδιο, η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει τα νέα μέτρα λιτότητας μόνο εάν ο στόχος ήταν χαμηλότερος, πράγμα που θα χρειαζόταν ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους. Ωστόσο, ακόμη και η απλή αναφορά στην ελάφρυνση του χρέους είναι ανάθεμα για την ΕΕ, και ιδιαίτερα για τους γερμανούς πολιτικούς.
Επείγουσα αξιολόγηση του προγράμματος
Η σκληρή θέση του ΔΝΤ και η απροθυμία της ΕΕ να εξετάσει ελάφρυνση του χρέους δεν έχουν αφήσει άλλη επιλογή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από το να συνεχίσει με λιτότητα το 2016 και μετά. Η κυβέρνηση βρίσκεται υπό τεράστια πίεση να εφαρμόσει άμεσα τα μέτρα λιτότητας πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης από το «κουαρτέτο». Εάν η αξιολόγηση δεν είναι ικανοποιητική, δεν θα εκταμιευτεί η επόμενη δόση, γεγονός που θα δυσκολέψει εξαιρετικά την κυβέρνηση να εξυπηρετήσει το χρέος και ενδέχεται να οδηγήσει σε επανάληψη των συνθηκών κρίσης του 2015.
Οι υποχρεώσεις πληρωμής του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης κατά τους προσεχείς μήνες, σύμφωνα με τον υπολογισμό των Financial Times, έχουν ως εξής:
Πίνακας 2. Αποπληρωμή του χρέους από την ελληνική κυβέρνηση, σε δις ευρώ
Το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών αφορούν Γραμμάτια του Δημοσίου, που χρηματοδοτούνται συνήθως από τις ελληνικές τράπεζες. Δημιουργούν πίεση ρευστότητας για την οικονομία, αλλά είναι συνήθως εύκολα στη διαχείριση. Ωστόσο, τον Ιούλιο οι αποπληρωμές περιλαμβάνουν σημαντικά ποσά προς την ΕΚΤ, τα οποία θα ήταν αδύνατο να καλυφθούν χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης πρέπει να ολοκληρωθεί πολύ πριν από την αρχή του καλοκαιριού, εάν είναι να αποφευχθεί μια ακόμη ελληνική κρίση χρέους.
Η πιθανότητα εμφάνισης άλλης μίας κρίσης είναι ακριβώς αυτό που φοβούνται οι διεθνείς αγορές και ως εκ τούτου, το σπρεντ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ανέβηκε στο 11% τον Φεβρουάριο και βρίσκεται σήμερα στο 9,5%, ενώ ήταν 7% το Νοέμβριο του 2015. Επιπλέον, η επισφαλής κατάσταση των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε στη έντονη μεταβλητότητα του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την αρχή του έτους. Ο δείκτης έκλεισε στις 631 μονάδες στις 31 Δεκεμβρίου 2015, έπεσε στο χαμηλό των 440 στις 11 Φεβρουαρίου και έχει ανακάμψει περίπου στις 560 την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου. Η αβεβαιότητα και ο φόβος κυριαρχούν τον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα για άλλη μια φορά.
Μια νέα φάση της ελληνικής κρίσης
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κλιμακώθηκε η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση απειλώντας τη χώρα με καταστροφικές συνέπειες. Αναμφίβολα, η Ελλάδα άργησε να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο κύμα προσφύγων/ μεταναστών από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και αλλού το 2015. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στην ΕΕ, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να διαμορφώσει μια συνεκτική στρατηγική για να διασφαλίσει ασφαλείς διόδους και να κατανείμει τους πρόσφυγες/μετανάστες σε μια ορθολογική βάση στο εσωτερικό της Ένωσης.
Το ουσιαστικό κλείσιμο των συνόρων από αρκετά μέλη της ΕΕ στις αρχές του 2016 έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα μεγάλο στρατόπεδο προσφύγων και μεταναστών που δεν επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα. Αναμένεται ότι θα υπάρξουν 100.000 και περισσότεροι πρόσφυγες/μετανάστες σε καταυλισμούς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ελλάδα δεν διαθέτει τους πόρους για τη διαχείριση τέτοιων αριθμών με ανθρώπινο και αποτελεσματικό τρόπο. Σε μια χώρα που έχει πληγεί από την ύφεση και τις καταστροφικές οικονομικές πολιτικές «διάσωσης» αυτό θα μπορούσε να είναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σήμερα σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει περαιτέρω μέτρα λιτότητας, αλλά φοβάται τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η αξιοπιστία της στο εκλογικό σώμα έχει καταρρεύσει και υπάρχει ευρεία απογοήτευση ειδικά μεταξύ των νέων. Το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα μπορεί να αποδειχθεί ο καθοριστικός καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων, δεδομένου ότι δημιουργεί κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, δεν υπάρχουν προφανείς πολιτικές λύσεις γιατί ούτε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ούτε νέες εκλογές αποτελούν άμεσα βιώσιμες επιλογές για την Ελλάδα.
Λαμβάνοντας υπόψη τη βαθιά πολιτική αστάθεια και καθώς η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παραμένει στάσιμη, είναι πολύ πιθανό το ζήτημα της παραμονής της χώρας στην ΟΝΕ να τεθεί επί τάπητος για μια ακόμη φορά. Από μακροοικονομική άποψη είναι προφανές ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει αποχωρήσει από την ΟΝΕ ήδη πριν από χρόνια, δίνοντάς της χώρο για να ανακάμψει και να αναδιαρθρώσει την οικονομία της. Η δειλία του πολιτικού συστήματος έχει κρατήσει τη χώρα εντός της νομισματικής ένωσης με τεράστιο κόστος για την οικονομία και την κοινωνία.
Μετά από έξι χρόνια καταστροφικών πολιτικών, η κατάσταση της Ελλάδας έχει γίνει πολύ πιο περίπλοκη και ακόμη πιο επισφαλής. Σήμερα πλέον οι ίδιες οι σχέσεις της με την ΕΕ είναι σε αμφισβήτηση, καθώς ο ευρωσκεπτικισμός αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Η ατέρμονη ελληνική κρίση φαίνεται να εισέρχεται σε μια νέα φάση που θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο επικίνδυνη για τη χώρα και για την Ευρώπη στο σύνολό της.