Αποκαλύπτοντας την υποκρισία
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Επιμέλεια: Γιώργος Ουρσουζίδης
Αποσπάσματα από το βιβλίο«Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ» του Philipp Bagus, master της οικονομίας του Universidad Rey Juan Carlos
Το Φεβρουάριο του 1995, οJacques Delors το έθεσε ωμά:
«ΟΝΕ σημαίνει, ότι η Ένωση αναγνωρίζει τα χρέη όλων των κρατών που βρίσκονται στην ΟΝΕ.»
Σε τι ακριβώς αφορούσε η δήλωση του επί δεκαετία (1985 μέχρι το 1995) πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Γιατί αυτή η κατηγορηματική δήλωση απ΄ τον έμπειρο πολιτικό; Αξιόπιστη απάντηση δίνει, ίσως το καλύτερο βιβλίο,που αφορά στη κρίση της ζώνης του ευρώ «Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ» του Philipp Bagus.
Το εξωτερικό κόστος (μετακύλιση δαπανών σε τρίτους) και τα οφέλη που προκύπτουν, είναι αποτέλεσμα των ανεπαρκώς ορισμένων και ανεπαρκώς υπερασπιζόμενων δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας. Ένας ιδιοκτήτης δεν απολαμβάνει το πλήρες όφελος από την εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας του, δεδομένου ότι, ο οικονομικός παράγων – διαχειριστής της περιουσίας του, δεν είναι πλήρως υπεύθυνος για τις συνέπειες των πράξεων του, δεν λαμβάνει υπόψη του τις συνολικές συνέπειες των ενεργειών του.
Κατά τον 20ο αιώνα, οι κυβερνήσεις απορρόφησαν και μονοπώλησαν την παραγωγή του χρήματος. Ο ιδιωτικός χρυσόςμε σαφώς καθορισμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας, αντικαταστήθηκε με δημόσιοχάρτινο χρήμα. Αυτό το μονοπώλιο χρήματος, από μόνο του, σημαίνει παράβαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Οι Κεντρικές Τράπεζες μόνο, μπορούν να παράγουν χρήματα βάσης, δηλαδή χαρτονομίσματα ή αποθεματικά στην κεντρική τράπεζα.
Τα οφέλη από το μονοπώλιο παραγωγής χρήματος καταλήγουν στον παραγωγό τους, δηλαδή τις Κεντρικές Τράπεζες και στα αφεντικά τους - τις κυβερνήσεις και βεβαίως σε αυτούς που βρίσκονται πίσω τους.
Η κεντρική τράπεζα αγοράζει κυβερνητικά ομόλογα, εξασφαλισμένα με υποθήκες και άλλα αξιόγραφα, και συνεχώς αυξάνει τον τραπεζικό δανεισμό, με άμεση συνέπεια την πτώση της μέσης -ποιότητας του χρήματος. Μετά από παρόμοιες επεκτατικές πολιτικές, μόνο το δέκα τοις εκατό (10%), πλέον του χρήματος βάσης στηρίζεται σε χρυσό, το υπόλοιπο ενενήντα τοις εκατό (90%), στηρίζεται από περιουσιακά στοιχεία χαμηλότερης ποιότητας (υψηλού ρίσκου).
Λόγω της παραβίασης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στην παραγωγή χρήματος βάσης, οι κυβερνήσεις μπορούν να αποκτούν κέρδη, και παράλληλα να εξωτερικεύουν κάποια κόστη. Τα οφέλη για τις κυβερνήσεις είναι ξεκάθαρα. Τους δίνεται η δυνατότητα να χρηματοδοτούν τις δαπάνες τους με νέα χρήματα, μεταφέροντας το κόστος πάνω στην πλάτη των πολιτών, με τη μορφή χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης.
Η έννοια της «τραγωδίας των κοινών» μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία και στο πολιτικό σύστημα. Ο Hans-Hermann Hoppe εφάρμοσε την έννοια στη δημοκρατία. Σε μια δημοκρατία θεωρητικά η πρόσβαση στην κυβέρνηση είναι ανοικτή σε όλους.Η κυβέρνηση αποκτά πρόσβαση στις ιδιοκτησίες όλης της χώρας , με την βοήθεια της καταναγκαστικής μηχανής που λέγεται κράτος. Τα οφέλη από τον προσεταιρισμό της ιδιωτικής περιουσίας τα απολαμβάνει η κυβέρνηση, ενώ το κόστος επιβαρύνει το σύνολο του πληθυσμού.
Μια άλλη προσοδοφόρα εφαρμογή της «τραγωδίας των κοινών» είναι ο νομισματικός τομέας. Στο μοντέρνο τραπεζικό σύστημά μας, όπου τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι ασαφή και δεν προστατεύονται επαρκώς, οποιαδήποτε τράπεζα μπορεί να παράγει ανυπόστατα πιστοποιητικά χρήματος, δηλαδή ανυποστήρικτες καταθέσεις όψεως, με την επέκταση των πιστώσεων.
Στον τραπεζικό τομέα, στις συμβάσεις καταθέσεων, δεν τηρούνται οι παραδοσιακές αρχές του δικαίου.Δεν είναι σαφές αν οι πελάτες των τραπεζών στην πραγματικότητα δανείζουν χρήματα στις τράπεζες ή αν πραγματοποιούν γνήσιες καταθέσεις. Οι γνήσιες καταθέσεις απαιτούν την πλήρη διαθεσιμότητα των χρημάτων προς τον καταθέτη. Στην πραγματικότητα, η πλήρης διαθεσιμότητα μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν καταθέσεις όψεως.Ωστόσο, στις τράπεζες έχει χορηγηθεί το νομικό δικαίωμα να χρησιμοποιούν τα χρήματα που κατατίθενται σε αυτές. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στα χρήματα που είναι κατατεθειμένα σε αυτές, είναι ασαφή. Οι τράπεζες κάνουν χρήση του νόμιμου προνομίου τους, της ασαφούς διευκρίνισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στις καταθέσεις, έτσι μπορούν να πραγματοποιήσουν πολύ μεγάλα κέρδη. Μπορούν να δημιουργήσουν καταθέσεις από το τίποτα, και να δώσουν δάνεια για να απολαμβάνουν τους τόκους. Ο πειρασμός να επεκταθεί η πίστωση είναι σχεδόν ακατανίκητος. Αυτή η πιστωτική επέκταση συνεπάγεται το τυπικό χαρακτηριστικό που βρίσκουμε στην «τραγωδία των κοινών», στο λεγόμενο εξωτερικό κόστος (μετακύλιση δαπανών σε τρίτους).
Η περαιτέρω εκμετάλλευση (ασυδοσία) του κοινού πόρου, σταματά μόνο όταν το κόστος γίνεται μεγαλύτερο από τα οφέλη.
Για τις τράπεζες του συστήματος κλασματικών (μερικών) αποθεμάτων στην ελεύθερη αγορά, υπάρχουν σημαντικά όρια στην έκδοση ανυπόστατων πιστοποιητικών χρήματος σε βάρος των πελατών. Αυτά τα όρια ορίζονται από τη συμπεριφορά των άλλων τραπεζών και των πελατών σε ένα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, η πιστωτική επέκταση είναι περιορισμένη από τη στιγμή που οι τράπεζες, μέσω του συστήματος εκκαθάρισης, μπορούν να αναγκάσουν η μία την άλλη να οδηγηθούν στη χρεοκοπία.
Με άλλα λόγια, αυτές οι τράπεζες θέλουν φυσικά να εκμεταλλευτούν τις μεγάλες ευκαιρίες κέρδους που προκύπτουν από την ασάφεια των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, άλλα μπορούν να επεκτείνουν την πίστωση μόνο στο βαθμό που ο κίνδυνος της χρεοκοπίας αποφεύγεται εύκολα. Οι ανταγωνιστικές δυνάμεις τις αναγκάζουν να ελέγχουν την πιστωτική τους επέκταση.
Το ερώτημα τώρα, είναι πως οι τράπεζες μπορούν να αυξήσουν τα κέρδη τους από την πιστωτική επέκταση διατηρώντας τον κίνδυνο της χρεοκοπίας σε χαμηλά επίπεδα.Η λύση, προφανώς, είναι η δημιουργία ενός συστήματος συμφωνιών μεταξύ τους (καρτέλ) , αποφεύγοντας έτσι τις αρνητικές επιπτώσεις μιας ανεξάρτητης και ασυντόνιστης πιστωτικής επέκτασης. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες ορίζουν μια κοινή πολιτική ταυτόχρονης πιστωτικής επέκτασης. Αυτές οι πολιτικές τις επιτρέπουν να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους, να διατηρήσουν τις σχέσεις των αποθεματικών τους μεταξύ τους, και να πραγματοποιούν τεράστια κέρδη. Όμως, ακόμη και με το σχηματισμό των καρτέλ, ο κίνδυνος της χρεοκοπίας παραμένει. Με άλλα λόγια, το κίνητρο να αναγκάσουν τους ανταγωνιστές τους να πτωχεύσουν παραμένει, με αποτέλεσμα την αστάθεια των καρτέλ.
Για τις τράπεζες κλασματικών αποθεμάτων, υπάρχει μεγάλη ανάγκη εισαγωγής μιας Κεντρικής Τράπεζας που θα συντονίζει την πιστωτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι, σύμφωνα με τον Huerta de Soto, μια πραγματική κατάσταση «τραγωδίας των κοινών» συμβαίνει μόνο όταν εγκαθίσταται μια Κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες τώρα μπορούν να εκμεταλλευτούν τις κακώς προσδιορισμένες ιδιοκτησίες… χωρίς περιορισμούς.
Παρόλο που οι εξωτερικές επιδράσεις από το μονοπώλιο παραγωγής χρήματος, και ενός τραπεζικού συστήματος κλασματικών (μερικών) αποθεμάτων που ρυθμίζονται από μια κεντρική τράπεζα, είναι συνηθισμένες στο δυτικό κόσμο, η καθιέρωση του ευρώ σημαίνει ένα τρίτο και μοναδικό επίπεδο εξωτερικών επιδράσεων. Η θεσμική δομή του Ευρωσυστήματος στην ΟΝΕ είναι τέτοια, που όλες οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ΕΚΤ για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους.
Μια κεντρική τράπεζα μπορεί να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα μιας κυβέρνησης αγοράζοντας κυβερνητικά ομόλογα, ή λαμβάνοντάς τα ως εγγύηση για νέα δάνεια από το τραπεζικό σύστημα. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση στην οποία πολλές κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τους εαυτούς τους μέσω μιας κεντρικής τράπεζας, της Ε.Κ.Τ.
Όταν τα ελλείμματα των κυβερνήσεων της ΟΝΕ βρίσκονται στο κόκκινο, εκδίδουν ομόλογα. Ένα σημαντικό μέρος αυτών των ομολόγων αγοράζονται από το τραπεζικό σύστημα, το τραπεζικό σύστημα θέλει να τα αγοράσει αυτά τα ομόλογα γιατί γίνονται δεκτά ως εγγύηση στις δανειακές συμβάσεις της ΕΚΤ. Επιπλέον, οι τράπεζες υποχρεούνται να κρατούν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κεφαλαίων τους σε «Υψηλής Ποιότητας Ρευστοποιήσιμα Στοιχεία Ενεργητικού», κάτι που τις ενθαρρύνει να επενδύουν σε κυβερνητικές εξασφαλίσεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο και επικερδές για τις τράπεζες να κατέχουν κυβερνητικά ομόλογα. Παρουσιάζοντας τα ομόλογα ως εγγύηση, οι τράπεζες μπορούν να λάβουν νέα χρήματα από την ΕΚΤ.
Ο μηχανισμός λειτουργεί ως εξής: οι τράπεζες δημιουργούν νέα χρήματα με την πιστωτική επέκταση, ανταλλάσσουν χρήματα με κυβερνητικά ομόλογα και στην συνέχεια, τα χρησιμοποιούνε για να λάβουν χρήματα από την ΕΚΤ. Το αποτέλεσμα είναι ότι, οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους με νέα χρήματα που δημιουργούνται από τράπεζες, και οι τράπεζες λαμβάνουν νέα χρήματα βάσης χρησιμοποιώντας τα ομόλογα ως εγγύηση.
Το κίνητρο είναι σαφές: αναδιανομή.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν διάφορες αιτίες για να μη δουλέψει το σύστημα:
Ο κίνδυνος αθέτησης στα κυβερνητικά ομόλογα (αδυναμία πληρωμής), θα μπορούσε να αποτρέψει τις τράπεζες από την αγορά κρατικών ομολόγων.Με την ΟΝΕ αυτός ο κίνδυνος έχει περιοριστεί, λόγω σιωπηρών εγγυήσεων διάσωσης και αλληλοβοήθειας. Είχε γίνει κατανοητό ότι από τη στιγμή που μια χώρα εισήγαγε το ευρώ, δε θα έφευγε ποτέ από την ΟΝΕ. Το ευρώ πολύ σωστά αντιμετωπίζεται ως πολιτικό σχέδιο, και ένα βήμα προς την πολιτική ενοποίηση.
Ο Jacques Delors το έθεσε ωμά το Φεβρουάριο του 1995: «Ο.Ν.Ε. σημαίνει, για παράδειγμα, ότι η Ένωση αναγνωρίζει τα χρέη όλων των κρατών που ανήκουν σε αυτήν», διότι:
1. Πολιτικά, μια χρεοκοπία θεωρείται σχεδόν απίθανη. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι, στη χειρότερη των περιπτώσεων, τα δυνατότερα κράτη-μέλη θα υποστήριζαν τα πιο αδύναμα. Πριν φτάσουν στη χρεοκοπία, χώρες όπως η Γερμανία θα εγγυούνταν τα ομόλογα των μεσογειακών χωρών. Οι σιωπηρές εγγυήσεις τώρα έχουν γίνει σαφείς. Στην Ελλάδα δόθηκε ένα «πακέτο σωτηρίας» των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Επιπλέον, 750 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν δεσμευτεί για περεταίρω διασώσεις άλλων κρατών μελών.
2. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να αρνηθεί να δεχτεί κάποια συγκεκριμένα κυβερνητικά
ομόλογα ως εγγύηση. Η ΕΚΤ απαιτεί ένα ελάχιστο βαθμό αξιολόγησης για τα ομόλογα που μπορεί να δεχτεί ως εγγύηση. Πριν την οικονομική κρίση του 2008, η ελάχιστη αξιολόγηση που γινόταν δεκτή ήταν Α-. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αυτό μειώθηκε σε ΒΒΒ-. Αν οι αξιολογήσεις των ομολόγων πέσουν κάτω από το ελάχιστο, τα κυβερνητικά ομόλογα δε θα γίνονται δεκτά ως εγγύηση.
Η ΕΚΤ πιθανώς δε θα επιτρέψει σε κάποια χώρα να καταρρεύσει στο μέλλον,υπήρξε βολική σχετικά με τους όρους για τις εγγυήσεις στο παρελθόν. Η μείωση της ελάχιστης αξιολόγησης σε ΒΒΒ- είχε σχεδιαστεί έτσι, ώστε να λήξει μετά από ένα χρόνο. Όταν έγινε εμφανές, ότι η Ελλάδα δε θα κατάφερνε να διατηρήσει τουλάχιστον μια αξιολόγηση Α-, ο όρος επεκτάθηκε για ακόμη έναν χρόνο.
Τελικά, η ΕΚΤ, σε αντίθεση με την αρχή της, να μην εφαρμόζει ειδικούς όρους σε κάποια συγκεκριμένη χώρα, ανακοίνωσε ότι θα δέχεται Ελληνικά ομόλογα ακόμη και αν αξιολογηθούν ως «σκουπίδια».
3. Η ΕΚΤ μπορεί να μην εξυπηρετήσει όλη τη ζήτηση για νέα δάνεια, όμως για πολιτικούς λόγους και κυρίως η επιθυμία να συνεχιστεί το σχέδιο του ευρώ, κάποιος μπορεί να περιμένει, ότι η ΕΚΤ θα εξυπηρετήσει τέτοιες αιτήσεις, κυρίως αν κάποιες κυβερνήσεις έχουν προβλήματα. Πράγματι, η ΕΚΤ ξεκίνησε να προσφέρει απεριόριστη ρευστότητα στις αγορές κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Κάθε αίτηση για δάνειο ικανοποιούταν, αρκεί να προσφέρονταν επαρκής εξασφάλιση. Παρόλο που δεν έχουμε δει μια «καθαρή τραγωδία των κοινών» στο ευρωσύστημα, έχουμε φτάσει κοντά. Με την παρούσα κρίση, στην πραγματικότητα πλησιάζουμε στην απευθείας αγορά των κυβερνητικών ομολόγων από την ΕΚΤ:
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε την απευθείας αγορά το Μάιο του 2010, για τη σωτηρία του σχεδίου του ευρώ, αν μια κυβέρνηση έχει ελλείμματα μπορεί να εκδώσει ομόλογα τα οποία αγοράζονται από τις τράπεζες και μετά από την ΕΚΤ. Τώρα πλέον η ΕΚΤ αγοράζει τα ομόλογα απευθείας, η νέα εξέλιξη εξαλείφει την πλειονότητα των προαναφερόμενων κινδύνων για το τραπεζικό σύστημα.
Τα τραγικά αυτά κίνητρα προέρχονται από τη μοναδική θεσμική δομή της ΟΝΕ: Μία Κεντρική Τράπεζα, τα κίνητρα ήταν γνωστά ακόμα από τον αρχικό σχεδιασμό της ΟΝΕ. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), στην πραγματικότητα υιοθετούσε την αρχή της «καμίας διάσωσης» (Άρθρο 104b),που αναφέρει ότι δε θα υπάρξει διάσωση σε περίπτωση δημοσιονομικής κρίσης των κρατών μελών. Μαζί με τη ρήτρα της «καμίας διάσωσης» εισήχθη και η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, αυτό έγινε σαν εγγύηση, ότι η κεντρική τράπεζα δε θα χρησιμοποιηθεί για κάποια διάσωση κράτους – μέλους. Αλλά τα πολιτικά συμφέροντα, αποδείχτηκαν ισχυρότερα από το χαρτί πάνω στο οποίο γράφτηκε η ρήτρα της «καμίας διάσωσης».
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) είχε υιοθετηθεί το 1997 για να περιορίσει την τραγωδία, ως απάντηση στις γερμανικές πιέσεις. Το σύμφωνο επιτρέπει ορισμένες «ποσοστώσεις», οι οποίες θέτουν όρια στην εκμετάλλευση, μην επιτρέποντας στα ελλείμματα να υπερβούν το τρία (3%) τοις εκατό του ΑΕΠ και θέτοντας ως ανώτατο όριο χρέους το εξήντα (60%) τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, η ρύθμιση των κοινών απέτυχε. Παρόλο που τα όρια παραβιάστηκαν και εκδόθηκαν προειδοποιήσεις, οι κυρώσεις δεν επιβλήθηκαν ποτέ!
Οι χώρες με πολιτική επιρροή όπως η Γαλλία και η Γερμανία, οι οποίες θα μπορούσαν να υπερασπιστούν το ΣΣΑ,παραβίασαν τις διατάξεις του έχοντας περισσότερο από τρία τοις εκατό έλλειμμα από το 2003 και μετά. Κατά συνέπεια, το ΣΣΑ υπήρξε μια πλήρης αποτυχία. Δεν κατάφερε να κλείσει το κουτί της Πανδώρας,καταργώντας την «τραγωδία των κοινών».Για το 2010, όλες εκτός από μία χώρα αναμένονται να παραβιάσουν το ανώτατο όριο του τρία τοις εκατό(3%) στα ελλείμματα. Ο γενικός δείκτης χρέους προς τον ΑΕΠ είναι ογδόντα οχτώ τοις εκατό (88%).
Κλείνοντας αξίζει να αναφερθούν επιγραμματικά, τα παρακάτω στοιχεία από το αξιολογότατο πόνημα του Philipp Bagus, ενός οικονομολόγου που τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της ελεύθερης οικονομίας και ενός πονήματος που εκτέθηκε στην κρίση του κοινού και των συναδέλφων του εδώ και μια πενταετία, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν το κύρος και η αξιοπιστία του:
● Στο τέλος του Φεβρουαρίου το 2010, ο πρωθυπουργός Παπανδρέου συναντήθηκε με τον Josef Ackermann, διευθύνοντα σύμβουλο της Deutsche Bank. Ο Ackermann ενδιαφέρονταν για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Η Deutsche Bank κατείχε ελληνικό κυβερνητικό χρέος και μια χρεοκοπία θα μπορούσε να ρίξει ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης και της Deutsche Bank.
● Σύμφωνα με τον Daniel Hannan, μέλος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου από τη Μ. Βρετανία, ένας γερμανός πολιτικός είχε δηλώσει ότι, «ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να ξεκινούσε ξανά, αν η Ελλάδα δεν διασώζονταν».
● Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχαναν μόνο την πιστοληπτική τους ικανότητα από άλλες τράπεζες, αλλά επίσης και τη δικιά τους καταθετική βάση, η οποία είχεσυρρικνωθεί 7% μέσα σε ένα χρόνο, καθώς οι Έλληνες απέσυραν τις αποταμιεύσεις τους από το τραπεζικό σύστημα.
● Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αγοράζουν ελληνικά ομόλογα και χρησιμοποιούν τα ομόλογα αυτά, προκειμένου να λάβουν δάνεια μεχαμηλότερο επιτόκιο από την ΕΚΤ, περίπου ένα τοις εκατό (1%),… να μια εξαιρετικά κερδοφόρα «δουλειά» !
● Τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και παγιώθηκαν σαν αποτέλεσμα «παζαριών» μεταξύ των ισχυρών πόλων της Ευρώπης, και όχι σαν εφικτοί στόχοι ενός υγιούς οράματος για την «Ευρώπη των λαών», αυτό ήταν και παρέμεινε, ένα σύνθημα για τους εξαιρετικά αφελείς.Στη συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη στις 9 και 10 Δεκεμβρίου του 1991, πέντε ήταν τα κριτήρια, που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και παγιώθηκαν.
1. Ο πληθωρισμός έπρεπε να είναι κάτω από το μέσο όρο των τριών υποψηφίων με το χαμηλότερο πληθωρισμό συν 1.5%.
2. Τα δημόσια ελλείμματα δεν έπρεπε να είναι υψηλότερα από το 3% του ΑΕΠ.
3. Το σύνολο των δημοσίων χρεών δεν έπρεπε να είναι πάνω 60% του ΑΕΠ.
4. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έπρεπε να είναι κάτω από το μέσο όρο των τριών κυβερνήσεων με το χαμηλότερο επιτόκιο συν 2%.
5. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες έπρεπε να διατηρηθούν στα καθορισμένα όρια από τη Ο.Ν.Ε.
● «Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Romano Prodi, περιέγραψε τις διατάξεις (του Μάαστριχτ) ως ηλίθιες.»
Μπορεί να μην ήταν ηλίθιες, αλλά σίγουρα ήταν ανέφικτες και προ πάντων πλασματικές, όπως πλέον ομολογείται από όλους!
Σχόλιο:
Ο Philipp Bagus, με πάρα πολύ απλό τρόπο, περιγράφει την ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους της Ευρώπης, την δύναμη της αυθαιρεσίας, όταν οι κοινωνίες είναι φοβικές και ανέχονται μια επίπλαστη πραγματικότητα να τους απομυζά.
Λίγο – πολύ, όλοι αντιλαμβανόμαστε την διαπλοκή, την ένοχη σιωπή, τον «όρκο της σιωπής», μεταξύ Τραπεζιτών – Κυβερνήσεων- Επιχειρηματιών, αλλά σπάνια περιγράφονται με τρόπο τόσο πειστικό, κατανοητό και εύληπτο. Η σημερινή Ελληνική πραγματικότητα δικαιώνει τον συγγραφέα με τρόπο απόλυτο! Αυτή ήταν άλλωστε η βασική αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του.
Ο δρόμος του Ευρώ περνά μέσα από δωροδοκίες κυβερνήσεων και πολιτικών, που διψούν για εξουσία, αδιαφορώντας για το μέλλον των χωρών και των πολιτών που εκπροσωπούν. Ένας λυσσαλέος αγώνας για πολιτική κυριαρχία και πολιτική επιβίωση, που συχνά οδηγεί στον εξευτελισμό των ίδιων, αλλά δυστυχώς παραμένουν χωρίς τιμωρία, δημιουργώντας δυσανεξία και αίσθηση αηδίας στους πολίτες.