Ο πολιτιστικός μας πλούτος σε ετοιμορροπία
- Γράφτηκε από τον/την Αρθρογράφος
Γράφει η Εύη Μαμιδάκη
Η διατήρηση του ιστορικού κτιριακού αποθέματος της χώρας αποτελεί βασική περιβαλλοντική επιλογή, σύμφωνη με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της κυκλικής οικονομίας και της προσαρμογής της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς στην κλιματική αλλαγή, στόχοι για τους οποίους παρέχονται στη χώρα μας ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Aνάκαμψης.
Ωστόσο, το υπό αναθεώρηση σήμερα Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης της χώρας, «Ελλάδα 2.0», δεν προβλέπει δυστυχώς μέχρι την παρούσα στιγμή το παραμικρό, αλλά περιορίζεται για άλλη μια φορά στην κατασκευή πρωτίστως νέων υποδομών και σε απλή ενεργειακή και μόνο αναβάθμιση των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να αφήνουμε τα υφιστάμενα κτίρια να περιέρχονται σε κατάσταση επικίνδυνης ετοιμορροπίας, να «απαξιώνονται» και να υποβαθμίζουν ολόκληρες περιοχές, με τραγικές συνέπειες για όλους μας.
Οπως και στο πρώτο επίσημο Σχέδιο, όπου βιώσαμε τη σοκαριστική πράγματι εμπειρία τα κονδύλια που με κόπο είχαμε καταφέρει να προβλεφθούν σε αυτό (250 εκατ.) για το πολύ σημαντικό πρόγραμμα «Διατηρώ κατ’ οίκον» για τα διατηρητέα, να αποσυρθούν από αυτό κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή (10 μόνο μέρες πριν από την τελική κατάθεση του επίσημου Σχεδίου στην Κομισιόν), για να προωθηθούν προφανώς σε άλλες κατευθύνσεις μεγαλεπήβολων έργων.
Και πραγματικά αναρωτιόμαστε, τι να τις κάνουμε τις υπερσύγχρονες τουριστικές υποδομές, μεγάλα συνεδριακά κέντρα, λιμάνια και οδικούς άξονες, αν το βασικό τουριστικό προϊόν, που είναι ο πολιτισμός μας και η ταυτότητά μας, απαξιώνεται συνεχώς και αδιαλείπτως και αν εκεί που καταλήγουν όλα αυτά βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με μια θλιβερή πράγματι εικόνα, ήτοι διάσπαρτα παντού και αξιοθρήνητα εγκαταλελειμμένα και σε επικίνδυνη ετοιμορροπία ιστορικά κτίρια, όπως βυζαντινά κάστρα, νεοκλασικά αρχοντικά, νησιώτικα παραδοσιακά και οποιουδήποτε άλλου αρχιτεκτονικού ύφους διατηρητέα κτίρια σε κάθε γωνιά της χώρας, και ειδικά στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας;
Ολα θλιβερά πια απομεινάρια, μαρτυρίες μιας άλλης εποχής.
Τη στιγμή που όλοι μας γνωρίζουμε ότι τα κτίρια αυτά, η ιστορία μας δηλαδή, δεν έχουν πολύ χρόνο ακόμα, καταρρέουν δίπλα μας, προξενώντας κίνδυνο για όλους μας.
Θυμίζουμε τα δύο άτυχα παιδιά στη Σάμο.
Τι περιμένουμε για να κάνουμε αυτά που υποχρεούμαστε βάσει διεθνών συμβάσεων από δεκαετίες τώρα ως κράτος, ώστε τα κτίρια αυτά να ξαναβρούν πέρα από τη χαμένη τους λάμψη και τη στατική τους επάρκεια και να σταματήσουν να αποτελούν δημόσιο κίνδυνο για τους ανυποψίαστους περαστικούς, τουρίστες, κατοίκους, δημότες κ.λπ.;
Το θέμα έφτασε για πρώτη φορά στο Γραφείο του πρωθυπουργού, ο οποίος είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που έσκυψε πάνω στο πρόβλημα και αποφάσισε να το δρομολογήσει έμπρακτα, ορίζοντας τον υπουργό Επικρατείας κ. Ακη Σκέρτσο συντονιστή του στρατηγικού αυτού εγχειρήματος.
Αν δεν σηκώσει όμως ο καθένας από τους αρμοδίους στην ομάδα του υπουργικού συμβουλίου τα μανίκια με καθαρή πολιτική βούληση για να διευθετήσει το πρόβλημα (κ.κ. Σταϊκούρας, Σκρέκας, Μενδώνη, Γεωργιάδης, Σκυλακάκης, Τσακίρης), αλλά αρχίσουν να περιεργάζονται ατέρμονους μικροϋπολογισμούς με τα κομπιουτεράκια τους για δημοσιονομικές απώλειες και αποστέρηση κρατικών εσόδων, στη λογική «βγάζω από τη μύγα ξίγκι», χωρίς να επικεντρώνονται στις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που ξεκλειδώνουμε και χωρίς να αντιλαμβάνονται την πολιτική αυτή ως πρωτίστως αναπτυξιακή, ως δηλαδή μια σημαντική επένδυση για τον τουρισμό, το μέλλον και την εικόνα της χώρας, δεν πάμε πάλι πουθενά.
Μαθαίνουμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και η Διαχειριστική Αρχή για τα χρηματοδοτικά προγράμματα έχουν σκοπό να εγκρίνουν ψίχουλα μόνο για ενεργειακή αναβάθμιση χωρίς ενίσχυση φέροντα οργανισμού των κτιρίων αυτών.
Δηλαδή να αλλάξουμε τα ξύλινα κουφώματα περιμετρικά ενός κτιρίου που καταρρέει.
Αναρωτιόμαστε, αυτοί οι αρμόδιοι δεν γνωρίζουν ότι η Ευρώπη έχει περάσει από την ενεργειακή αναβάθμιση στην πολύ σημαντική νέα στρατηγική «Κύμα Ανακαινίσεων – Renovation Wave» για τη «βαθιά ανακαίνιση» και «στατική ενίσχυση» του κτιριακού πλούτου της Ευρώπης;
Είναι πράγματι τεράστια «ανοησία» επί τόσες δεκαετίες να μην αντιμετωπίζουμε την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά ως πηγή πλούτου και οικονομικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα τη θλιβερή εικόνα εγκατάλειψης που σήμερα εμφανίζει. Αλλά πόσο μεγαλύτερη «ανοησία» θα είναι πράγματι αν δεν αρπάξουμε αμέσως τώρα, πάραυτα και χωρίς περιστροφές, την αναπάντεχη λόγω πανδημίας ευκαιρία να επωφεληθούμε από τα κατευθυνόμενα γι’ αυτούς ακριβώς τους σκοπούς ευρωπαϊκά κονδύλια και νέες στρατηγικές και συνεχίσουμε να αφήνουμε τα κτίρια αυτά να μετατρέπονται αναπόφευκτα, ένα ένα σε βάθος χρόνου, το καθένα με τη σειρά του, από έναν αδιαμφισβήτητο ιστορικό πλούτο, σε άλλη μια επικίνδυνη και έτοιμη να σκάσει για τη χώρα, τους επισκέπτες και πολίτες της καρμανιόλα.
* Η κ. Εύη Μαμιδάκη είναι δικηγόρος, πρόεδρος Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων Κτηρίων και Μνημείων. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή"