Παρουσιάστηκε στην Βέροια το βιβλίο "Η Παναγία της Φωτιάς" του Σπύρου Πετρουλάκη
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Παρουσιάστηκε στην Βέροια το βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη "Η Παναγία της Φωτιάς". Πρόκειται για ένα βιβλίο που έρχεται ως συνέχεια της "Εξομολόγησης" αλλά όπως τονίστηκε μπορεί να διαβαστεί άνετα και από αυτούς που δεν έχουν διαβάσει το προηγούμενο έργο του.
Για το βιβλίο μίλησαν ο Καλλίστρατος Γρηγοριάδης, Πολιτικός Επιστήμονας, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, πρώην Αντιδήμαρχος Βέροιας, και η Νίκη Καρατζιούλα, Περιφερειακή Σύμβουλος ενώ παραβρέθηκε και χαιρέτησε η Δημοτική Σύμβουλος και πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής Χριστίνα Γιαϊτάνου.
Ο Καλλίστρατος Γρηγοριάδης τόνισε ότι όπως αγκαλιάστηκε από το Βεροιώτικο κοινό η "Εξομολόγηση" (παρουσιάστηκε στην Βέροια τον Φεβρουάριο) έτσι θα αγκαλιαστεί και η "Παναγία της Φωτιάς". Αναφέρθηκε στον ιδιαίτερο τρόπο εξιστόρησης των γεγονότων που κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη και πρόσθεσε ότι μέσα από το βιβλίο αναδεικνύονται αξίες όπως η ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια, η πίστη κλπ.
Η Νίκη Καρατζιούλα υπογράμμισε ότι η "Παναγία της Φωτιάς" έρχεται σαν συνέχεια της "Εξομολόγησης" και πρόσθεσε ότι η πλοκή κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης σημείωσε ότι ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο πραγματοποιεί ένα πολύ όμορφο ταξίδι από τόπο σε τόπο και βιώνει έντονα την κάθε στιγμή, ενώ το έργο έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όμορφες μεταφορές και παρομοιώσεις.
Ο συγγραφέρας, όπως το Φεβρουάριο στην παρουσίαση της "Εξομολόγησης", έτσι και το Σάββατο, δεν μίλησε για το βιβλίο. Ανέφερε ότι έκανε φίλους στην Βέροια, στάθηκε στο πώς άντλησε στοιχεία σε μια - δυο ιστορίες και τραγούδησε στο κλείσιμο της εκδήλωσης.
Την εκδήλωση έντυσαν μουσικά η Ευδοξία Δαρλοπούλου, η Μαρία Δρακοπούλου και η Αγγελική Μποσμαλή.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Θεσπρωτία, 30 Οκτώβρη 1940
Οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. [...]
Η Μάρω, πανιασμένη από τη φωτιά της κόλασης που ξετρύπωνε από τα μαύρα σύννεφα του ουρανού, κρατούσε σφιχτά τον Κωνσταντή στην αγκαλιά της.
Είχε κουρνιάσει σαν το πουλάκι κάτω από ένα δέντρο και προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της και το κατατρομαγμένο παιδί.
Του χάιδευε τα μαλλιά μέσα από την κάπα του και του ψιθύριζε απαλά: «Σ’ αγαπώ, Κωνσταντή μου, σ’ αγαπώ, παιδί μου. Μη φοβάσαι».
Όμως στο μυαλό της ερχόταν και τρύπωνε ο τρόμος• ο τρόμος και η αδικία.
Σκέφτηκε ότι αυτή την ώρα η Ελένη θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, πετώντας τα σκεπάσματά της. Θα έβγαινε έξω και θα αντίκριζε ένα έρημο και άδειο χωριό. «Της άξιζε!» είπε φωναχτά, δίχως να τη νοιάζει που την άκουγε το παιδί της.
Ωστόσο, μέσα της γνώριζε ότι αυτό που είχαν κάνει στη δύσμοιρη γυναίκα ισοδυναμούσε με θάνατο, ψυχικό και σωματικό.
Ήταν από τις λίγες φορές που η Μάρω επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού: «Θεέ μου, κάνε να μην πέσει το κακό πάνω στο κεφάλι μου.
Δεν έφταιγα μόνον εγώ» παρακάλεσε και στην προσευχή της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της – και τις πράξεις της.
Το ψηφιδωτό της Εξομολόγησης αποκαλύπτεται και καθηλώνει...