Παρουσιάστηκε στη Βέροια το μυθιστόρημα της Θεοδώρας Τζόκα «Το βιβλίο της Ευδοκίας»
- Γράφτηκε από τον/την Μαρία Τριγώνη
Το απόγευμα της Τετάρτης, παρουσιάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη «Θ. Ζωγιοπούλου, σε ένα ζεστό και φιλικό περιβάλλον, το μυθιστόρημα της συγγραφέας Θεοδώρας Τζόκα «Το βιβλίο της Ευδοκίας». Την επιμέλεια της παρουσίασης είχε το βιβλιοπωλείο ΗΛΙΟΤΡΟΠΕΙΟ, στο οποίο μπορείτε να βρείτε "Το βιβλίο της Ευδοκίας" .
Για το βιβλίο μίλησε η κα Βούλα Κοτσάλου, Βιβιλοθηκονόμος και υπεύθυνη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Η κα Κοτσάλου ξεκίνησε την παρουσίαση αναφερόμενη πρώτα στο βιογραφικό της συγγραφέως κι έπειτα στην πλοκή και στις εντυπώσεις που τις άφησε το βιβλίο.
Όσον αφορά το βιβλίο, ανέφερε πως πρόκειται για ένα χρονικό. Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με ιστορικά στοιχεία, τοποθετημένο στην Ελληνική επαρχία. Το συναίσθημα και οι ρεαλιστικές περιγραφές το κάνουν να μοιάζει με αληθινή ιστορία. Αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα και ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μάθει για την Ελλάδα της εποχής, καθώς η γλώσσα είναι προσαρμοσμένη για εκείνη την εποχή. Της έκανε εντύπωση ο πρωτότυπος τρόπος γραφής, που παρουσιάζει την ζωής της πρωταγωνίστριας Ευδοκίας και των υπόλοιπων ηρώων. Όπως επεσήμανε, πρόκειται για ένα καλογραμμένο, συγκλονιστικό μυθιστόρημα, εύκολο στην ανάγνωση και κατανοητό, που κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία, και τον ταξιδεύει σε χρόνους περασμένους, λησμονημένους…. Σε ένα μαγικό ταξίδι!
Έπειτα τον λόγο πήρε η συγγραφέας, Θεοδώρα Τζόκα.
Η κα Τζόκα διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται για αληθινή ιστορία, καθώς συχνά τη ρωτούν, εάν αναφέρετε στην ιστορία της μητέρας της. Ισχυρίστηκε ότι η μούσα του βιβλίου είναι η μητέρα της, καθώς έχει κοινά στοιχεία, χαρακτήρα και προσωπικότητας, με την ηρωίδα. Αφορμή για την συγγραφή ήταν μία εξιστόρηση ενός γεγονότος, από την εποχή που η μητέρα της ήταν νεαρή κοπέλα. Αυτή ήταν η σπίθα στη φαντασία της. Ανέφερε πως πρόκειται για μια μυθοπλασία με στοιχεία από την πραγματικότητα, ώστε να αποδοθεί η αληθινή εικόνα. Συμπλήρωσε πως στα ιστορικά στοιχεία του βιβλίου, κρατάει μια αντικειμενική θέση.
Τέλος αναφέρθηκε σε πιο προσωπικά θέμα, αναφέρθηκε στη ζωή της και στο πάθος της για τη συγγραφή. Ένα όνειρο ζωής... Την επαγγελματική της καριέρα, στη διαδικασία που ακολουθεί όταν γράφει ένα βιβλίο και αποκάλυψε πως ήδη γράφει το τρίτο της βιβλίο, το οποίο εύχεται να κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά.
Μετά την παρουσίαση, η συγγραφέας απάντησε σε ερωτήσεις του κοινού και υπέγραψε αντίτυπα του βιβλίου της. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας και η φιλική στάση της, ενθουσίασε τους παρευρισκομένους.
Οπισθόφυλλο
Τη μάνα μου τη λέγανε Ευδοκία κι αυτή είναι η ιστορία της καθώς και η ιστορία των ανθρώπων που την πλαισίωναν στο τόσο σύντομο αλλά και τόσο τραγικό πέρασμά της από τον κόσμο. Αν μου ζητούσατε να περιγράψω το βλέμμα της μάνας μου με μία μόνο λέξη, αυτή που αβίαστα έρχεται στο νου μου είναι η λέξη «αντάρα». Έτσι τη θυμάμαι· ως μια μεσογειακή λυγερόκορμη καλλονή, με βλέμμα θεοσκότεινο, ανταριασμένο σαν την γκριζόμαυρη θάλασσα που μας ταξίδεψε στην Αμερική το φθινόπωρο του 1950.
Φεύγοντας, άφηνε πίσω της τα πάντα: τη μάνα της, τα δύο αδέρφια της, το σπίτι της και μια χώρα ρημαγμένη και εξαθλιωμένη από έναν παγκόσμιο πόλεμο και μια εμφύλια σύρραξη χειρότερη από τη φασιστική λαίλαπα που σάρωσε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε το πεπρωμένο της, που ζητούσε εκδίκηση.
Σύντομα οι πρώτες θύελλες των ανέμων που σπάρθηκαν στην Ελλάδα θα ξεσπάσουν στη Γη της Επαγγελίας, απαιτώντας αιματηρές ανθρωποθυσίες για να κοπάσει η οργή τους και να επέλθει η νηνεμία.
Όταν η Ευδοκία παντρεύτηκε τον Αριστείδη, κανείς στο χωριό δεν μπορούσε να πιστέψει πως ένα κορίτσι μόλις δεκαεννιά χρονών κι από το γάργαρο νερό γαργαρότερο δόθηκε στο μαυραγορίτη Αριστείδη.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως η μάνα μου συναίνεσε σ’ αυτή την παράταιρη ένωση. Όταν κάποτε, μικρό κοριτσάκι και γεμάτο περιέργεια όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, τη ρώτησα αν αγαπούσε τον μπαμπά, εκείνη είχε πει ένα ξερό «όχι», κι όταν επέμεινα να μάθω γιατί τότε τον παντρεύτηκε, αρκέστηκε σε ένα εξίσου ξερό «έτσι».
Είχα την εντύπωση πως πίσω από αυτή τη λακωνική απάντηση κρυβόταν μια μεγάλη ιστορία που δεν ήθελε να τη μοιραστεί με κανέναν.