Η Αγροτική παραγωγή μπροστά στη νέα πραγματικότητα
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Του Γιώργου Ουρσουζίδη
Η Ελληνική κυβέρνηση μέσα στους 7 μήνες διακυβέρνησης, σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας, έδωσε μάχη προκειμένου να εκπονήσει και εφαρμόσει ένα λογικό, δίκαιο και αποδοτικό πρόγραμμα φορολόγησης των αγροτών. Αλλάξαμε το άδικο και εξωπραγματικό καθεστώς φορολόγησης, ώστε να αποκατασταθεί η φοροδοτική ικανότητα των αγροτών, όπως η μείωση της προκαταβολής φόρου από 55% σε 27,50%, το αφορολόγητο όριο στα 12.000 €, με τις αγροτικές επιδοτήσεις και την πλήρη εξαίρεση των αποζημιώσεων από θεομηνίες και συντελεστή φορολογίας και αγροεφοδίων 13%.
Οι δανειστές όμως, σε κλίμα εμμονής, πρωτοφανούς πίεσης και εκβιασμού, επανέφεραν το προηγούμενο καθεστώς φορολόγησης:
1. Επαναφορά της προκαταβολής φόρου από το 27,5% στο 55%
2. Κατάργηση της απαλλαγής φορολόγησης έως 12.000 ευρώ
3. Κατάργηση της επιστροφής για τον φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο
4. Αύξηση εισφορών στον ΟΓΑ
5. Αύξηση Φ.Π.Α αγροτικών εφοδίων από 13% στο 23%
6. Αύξηση του συντελεστή φορολόγησης από 13 % σταδιακά σε 26% (2017)
Φυσικά, Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ ένοιωσαν δικαιωμένοι, αφού επανήλθε το προηγούμενο καθεστώς, όπως και εκείνοι που μας καλούσαν να υπογράψουμε μια ...οποιαδήποτε συμφωνία!
Σήμερα αντιμέτωποι με τα δεδομένα της νέας «τριετούς συμφωνίας», αναρωτιέται κανείς αν υπάρχουν λύσεις και διέξοδοι επιβίωσης των αγροτών; Προφανώς και υπάρχουν, αρκεί να φροντίσει κανείς γι΄αυτό:
● Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί που ασχολούνται με την γεωργία, αλλά ασκούν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες ή είναι συνταξιούχοι, αυτοί αποτελούν μια άλλη κατηγορία αγροτών από τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
● Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η καθαρή προστιθέμενη αξία, δηλαδή η αξία της αγροτικής παραγωγής μείον το κόστος παραγωγής, και οι κάθε μορφής ενισχύσεις ανέρχονται στην Ελλάδα στα 6,5 δις και κατανέμονται σε 850.000 περίπου αγροτικές εκμεταλλεύσεις (στοιχεία 2010). Αυτές οι ενισχύσεις πρέπει να κατανέμονται αποκλειστικά και μόνον μεταξύ των αγροτών που ασκούν κατά κύριο επάγγελμα την γεωργία και οι οποίοι δεν ξεπερνούν τους 350.000.
● Έχει υπολογισθεί, ότι κάθε έτος υλοποιούνται περί τα 165.000.000 ημερομίσθια των μελών της αγροτικής οικογένειας και των εποχικών εργατών, τα οποία δεν υπολογίζονται στο κόστος παραγωγής. Αυτά τα ημερομίσθια που αφορούν στην αγροτική οικογένεια πρέπει να εκτιμηθούν και να συμπεριληφθούν στο κόστος παραγωγής, ώστε να προκύψει δικαιότερη φορολόγηση και κυρίως φοροδοτική ικανότητα. Παρόμοια μέτρα ισχύουν σε κράτη μέλη της Ε.Ε.
● Άμεση κατάργηση της παράλογης και ακατανόητης τεκμαρτής φορολόγησης των αγροτών. Η εφαρμογή της, ήδη έχει οδηγήσει τους αγρότες σε αγανάκτηση και σε πλήρη αδυναμία ανταπόκρισης, με συνέπεια την απώλεια σημαντικών εσόδων προς το δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί τους αγρότες σε απόγνωση και πλήρη αδυναμία άσκησης της αγροτικής δραστηριότητας. Το βέβαιο είναι, ότι θα οδηγηθούμε σε νέα γενιά ληξιπρόθεσμων οφειλών και σε απολύτως δικαιολογημένες κινητοποιήσεις, που κοστίζουν ακριβά στην οικονομία.
● Αποσβέσεις επενδυτικών κεφαλαίων που κρίνονται αντικειμενικά απαραίτητες και αποτελούν πραγματική προϋπόθεση στην αγροτική δραστηριότητα.
● Ασφάλιση – η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που προβλέπει το νέο μνημόνιο (τριπλασιασμός), είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει νέα «γενιά» ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επιβάλλεται η θέσπιση ειδικού πόρου στην διακίνηση του αγροτικού προϊόντος, προς όφελος μόνο των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών.
● Η εξυγίανση της διακίνησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής/εισφοροδιαφυγής, αλλά και δίκαιη κατανομή της υπεραξίας προς όφελος των αγροτών.
● Η διατήρηση της κατανοµής των ενισχύσεων σε όφελος των µεγάλων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, όπως ισχύει σήμερα στην Ε.Ε., που ενώ αποτελούν το 20% του συνόλου καρπώνονται το 80% των άμεσων ενισχύσεων, αποτελεί το κεντρικό περιεχόμενο της ακραίας φιλελευθεροποίησης της ευρωπαϊκής γεωργίας. Αυτό πρέπει να αλλάξει, προς όφελος των πολλών.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ρεαλιστική προσέγγιση στις απαιτήσεις της «νέας συμφωνίας» - χωρίς να αποκλείονται απ΄αυτή. Η εξειδίκευση και προσαρμογή των προτεινόμενων μέτρων, απαιτεί πολιτική βούληση και δεξιότητα χειρισμών.