Σκέψεις για το δημόσιο διάλογο της περιόδου

Του Στέργιου Καλπάκη

Η πολιτική συζήτηση αυτής της περιόδου διεξάγεται σε έντονους τόνους. Αν και μπορούμε να πούμε ότι μέχρι το δημοψήφισμα η κυρίαρχη αντιπαράθεση αντανακλούσε δύο διαφορετικές στρατηγικές για την πορεία της χώρας, η γνωστή συνέχεια δε δικαιολογεί κατά την άποψή μου αυτή την ένταση, η οποία μάλλον εξυπηρετεί μικροκομματικά συμφέροντα παρά αντανακλά κάποια προγραμματική σύγκρουση μεταξύ εναλλακτικών προτάσεων. Η υπέρβαση όμως αυτού του σχήματος, δηλαδή η ανάπλαση του δημόσιου διάλογου, είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση.

Στην περίοδο της κρίσης, τα παιχνίδια εξουσίας και η προσπάθεια διαφύλαξης επιχειρηματικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, σε βάρος του γενικού, συμπιέζουν το δημόσιο διάλογο ανάμεσα σε αριστερίστικες και «φιλελεύθερες» βεβαιότητες. Σε αυτό το περιβάλλον η ανοχή στη διαφορετική άποψη δοκιμάζεται, αφού τα λεγόμενα του άλλου εύκολα θεωρούνται εχθρικά είτε προς το συμφέρον του λαού, είτε προς την ελεύθερη οικονομία. Την ίδια ώρα, η διαφοροποίηση από τη γραμμή της παράταξης ή του κόμματος μπορεί να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση ως υποχωρητικότητα απέναντι στον αντίπαλο, στην χειρότερη κλείσιμο του ματιού ή συναλλαγή. Από κοντά και τα Μ.Μ.Ε, προκειμένου να ασκήσουν πίεση προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί τα πολιτικά και επιχειρηματικά τους συμφέροντα, συντηρούν αυτό το παιχνίδι. Αλλά και στο διαδίκτυο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, αφού -εκτός από χώρος εύκολης προπαγάνδας- συχνά μετατρέπεται σε πεδίο στοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων από τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους αρθρογράφους και σχολιαστές.

Αυτού του είδους η αντιπαράθεση ανέδειξε μία νέα γενιά πολιτικών υποκειμένων που στον λόγο τους κυριαρχεί η αναπαραγωγή των στερεότυπων που προκύπτουν από αυτόν το διπολισμό αντί των προγραμματικών αναφορών, πέρα από κάτι γενικόλογα για «το λαό» ή για «την Ελλάδα που παράγει». Η πιστή εφαρμογή των κανόνων εγγυάται αναγνωσιμότητα. Αντιθέτως, για όποιον αρνηθεί να συζητήσει με αυτούς τους όρους, είτε τα λόγια του θα περάσουν μέσα από σιγαστήρα, είτε θα βρεθεί στο περιθώριο. Ως εκ τούτου, χρειάζεται σθένος για να εκφράσεις μια διαφορετική άποψη και να τη διακηρύξεις σε εχθρικά διακείμενους αναγνώστες ή ακροατές.

Κατά την άποψή μου, η ευθύνη για αυτή την κατάσταση ανήκει στις δυνάμεις που βλέποντας να θίγονται τα επιχειρηματικά ή συντεχνιακά τους κεκτημένα από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, ως βασικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, προωθούν μία σειρά αριστερών και δεξιών στερεοτύπων τα οποία αναπαράγονται πολλές φορές με φανατισμό και από υγιείς δυνάμεις που πραγματικά επλήγησαν από τις αντεργατικές και αντιαναπτυξιακές πλευρές των μνημονίων. Πρόκειται δηλαδή για έναν διπολισμό που συντηρεί τις κατεστημένες νοοτροπίες και δομές και όχι για ένα διπολισμό στον οποίο αντιπαρατίθενται οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης με αυτές της συντήρησης. Εξ’ ου και η από κοινού αποσιώπηση της καταστροφικής πενταετίας 2004-2009.

Είναι λοιπόν αναγκαία η ανάπλαση του δημόσιου διαλόγου. Ο πρώτος λόγος είναι για να θεραπευτεί η πληγωμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Οι σημερινοί κανόνες οδηγούν κόμματα και πολιτικούς να αντιστρέφουν ή να αναιρούν τα λεγόμενά τους ανάλογα με το συμφέρον της περίστασης. Η ένταση με την οποία γίνεται αυτή η διαδικασία αποτελεί σοβαρό πλήγμα για την αξιοπιστία των πολιτικών δυνάμεων στα μάτια των πολιτών. Ο δεύτερος λόγος αφορά επίσης τη σχέση των πολιτών με την πολιτική, καθώς ο διάλογος που διεξάγεται σήμερα δε δίνει λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα. Αντιθέτως, δείχνει να τραβάει αποκομμένος σε έναν παράλληλο δρόμο από αυτά. Ο δρόμος όμως της αποπολιτικοποίησης, τον οποίο ακολουθούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, είναι επικίνδυνος και ολισθηρός κατήφορος. Ο τρίτος λόγος αφορά την αναγκαία επίτευξη της αυτογνωσίας μας ως κοινωνία αλλά και την επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται μια χρεοκοπημένη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να υπερασπίζεται κεκτημένα με όρους μιας προηγούμενης εποχής, ούτε να σηκώνει ένα μίνι αντιμνημονιακό μπαϊράκι λες και θα δεν θα παραλάβει το ίδιο πρόγραμμα, με του αυτούς όρους την επομένη μιας εκλογικής του νίκης.

Ποιος όμως είναι αυτός που θα αλλάξει τους όρους; Η εύκολη απάντηση είναι οι νέοι. Δεν θα επικαλεστώ τα πορίσματα από τις συνεδριάσεις της «Βουλής των Εφήβων» για να εκφράσω την απογοήτευσή μου. Αρκεί κανείς να ακούσει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ή ορισμένους -νυν και πρώην- από το νεανικό του επιτελείο. Γύρω τους, μια ολόκληρη γενιά που σε διαφορετικούς τόνους αναπαράγει αντισυστηματικά στερεότυπα. Αλλά μήπως είναι καλύτερα τα πράγματα στο «φιλελεύθερο» στρατόπεδο, όταν ακούμε από νέους να υποστηρίζουν με σιγουριά ότι ο περιορισμός των εργασιακών δικαιωμάτων είναι παράγοντας ανάπτυξης ή ότι τα προοδευτικά φορολογικά συστήματα είναι τιμωρία για τους επιτυχημένους; Αυτό το περιβάλλον είναι ασφυκτικό για όσους επιμένουν να βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα. Άλλοι πάλι επιλέγουν να απομακρυνθούν από μια διαδικασία την οποία αισθάνονται να εξελίσσεται μεταξύ ειδικών.

Κατά την άποψή μου, οι δυνάμεις που μπορούν να υπερασπιστούν την αντίρρηση στους σημερινούς κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξουν το περιεχόμενο του δημόσιου διάλογου είναι εκείνες οι δυνάμεις που όπως αποκήρυξαν τον κρατισμό, έτσι υπερασπίστηκαν το κράτος πρόνοιας. Εκείνες οι δυνάμεις που όσο κανένας άλλος, κατάφεραν να παντρέψουν το αίτημα της ισότητας με αυτό της ελευθερίας. Αναφέρομαι στις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά χρειάζεται και αυτές να συνειδητοποιήσουν τον αυτόνομο ρόλο τους και να πάψουν να συμμορφώνονται με τους σημερινούς όρους. Αυτά όμως αφορούν επόμενο κείμενο...

Στέργιος Καλπάκης

(Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα εκτενέστερης ανάλυσης με τον τίτλο «Στερεότυπα, Φανατισμός, Συμμόρφωση» που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.ananeotiki.gr στις 26/08/2016.)