Ξεκίνησαν στη Βέροια οι εργασίες του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Υπομονή και Καρτερία στη σύγχρονη εποχή, κατά τον Απόστολο Παύλο»
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Το πρωί της Παρασκευής 26 Ιουνίου ξεκίνησαν στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Δήμου Βέροιας οι εργασίες του 21ου Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώνει η Ιερά Μητρόπολις Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στο πλαίσιο των ΚΑ΄ Παυλείων.
Το τριήμερο Συνέδριο έχει ως θέμα του φέτος «Υπομονή και Καρτερία στο σύγχρονο κόσμο κατά τον απόστολο Παύλο».
Στην επίσημη τελετή έναρξης, που παρουσίασε με επιτυχία ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ι.Μ. Βεροίας αρχιμ. Δημήτριος Μπακλαγής, πραγματοποιήθηκαν οι χαιρετισμοί από τον εκπρόσωπο της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλόχιο, το Δήμαρχο Βέροιας κ. Κωνσταντίνο Βοργιαζίδη, τον Κοσμήτωρα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ Καθηγητή κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, τον Πρόεδρο του Τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ Καθηγητή κ. Θεόδωρο Γιάγκου και από τον Πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου ομ. Καθηγητή κ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο.
Κήρυξη έναρξης των εργασιών του Συνεδίριου
Την έναρξη εργασιών του Συνεδρίου κήρυξε στη συνέχεια ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροιίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος τόνισε:
«Σεβασμιώτατε Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου, Μητροπολίτα Ἀδριανουπόλεως κ.κ. Ἀμφιλόχιε,
Σεβασμιώτατοι Ἐκπρόσωποι τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν,
Ἐξοχώτατοι κύριοι Βουλευτές,
Ἀξιότιμε κ. Νομάρχα, ἀξιότιμη κ. Δήμαρχε, ἐνδοξώτατε Στρατηγέ, κ. Διευθυντά τῆς Ἀστυνομίας, κ. Διοικητά τῆς Πυροσβεστικῆς Ὑπηρεσίας,
Ἐλλογιμώτατες κυρίες καί ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγητές, ἀγαπητοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
«Ὥστε αὐτούς ἡμᾶς ἐν ὑμῖν ἐγκαυχᾶσθαι … ὑπέρ τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καί πίστεως ἐν πᾶσιν τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν καί ταῖς θλίψεσιν» (2 Θεσ. 1.4)
Γιά δεύτερη φορά ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς προσφιλεῖς του Θεσσαλονικεῖς καί μέ τούς πρώτους στίχους τῆς ἐπιστολῆς του ἐκφράζει τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό γιά τήν πίστη καί τήν ὑπομονή τῶν πνευματικῶν του τέκνων πού ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τούς διωγμούς καί τίς θλίψεις πού ἀντιμετωπίζουν. Καί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πίστη καί ἡ ὑπομονή τους ὥστε ὁ ἀπόστολος καυχᾶται γιά αὐτήν.
Ἡ ὑπομονή ἐνδιαφέρει καί ἀπασχολεῖ πάντοτε τόν ἀπόστολο Παῦλο. Καί δέν εἶναι συμπτωματικό, διότι ὁ ἴδιος Χριστός τονίζει τή σημασία τῆς ὑπομονῆς στήν πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὑποδεικνύοντάς της ὡς μέσον τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου λέγοντας πρός τούς μαθητές του «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔχει μακρά καί προσωπική ἐμπειρία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀρετῆς, μιᾶς ἀρετῆς ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ κατ᾽ ἐξοχήν χριστιανική, ἐφόσον καί ἡ λέξη ἀκόμη συναντᾶται ἀρκετά σπάνια σέ κείμενα τῆς θύραθεν γραμματείας. Ἔχει προσωπική ἐμπειρία, γιατί ἡ ἀποστολική του πορεία εἶχε διέλθει ἀπό ἀναρίθμητες θλίψεις, δοκιμασίες, πειρασμούς, διωγμούς, φυλακίσεις, ταλαιπωρίες, ἀσθένειες, καί ὁ μόνος τρόπος νά ἀντιμετωπίσει ὅλα αὐτά τά ἐμπόδια καί νά συνεχίσει ἦταν ἡ ὑπομονή. Ἐπιπλέον, γνωρίζει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος ὅτι οἱ δοκιμασίες εἶναι συνυφασμένες μέ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἀποτελοῦν συνέπειες τῆς μεταπτωτικῆς φύσεώς του, τίς ὁποῖες δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποφύγει. Στίς συνήθεις αὐτές θλίψεις καί δοκιμασίες προστίθενται γιά τόν πιστό ἐκεῖνες μέ τίς ὁποῖες ὁ ἀντικείμενος διάβολος ἐπιχειρεῖ νά ἀνακόψει καί νά ἐμποδίσει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ εἴτε στήν προσωπική ζωή τοῦ πιστοῦ εἴτε στήν ἐν τῷ κόσμῳ διακονία του, καί τίς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν δούλων του.
Τό γνωρίζει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί δέν διστάζει νά διακηρύξει ἐπανειλημμένα καί νά διδάξει στά πνευματικά του τέκνα ὅτι «ἡ θλῖψις ὑπομονήν κατεργάζεται, ἡ δέ ὑπομονή δοκιμήν, ἡ δέ δοκιμή ἐλπίδα, ἡ δέ ἐλπίς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διά πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5, 3-4).
Τό γνωρίζει αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιατί ὁ ἴδιος ἔχει βιώσει καθ᾽ ὑπερβολήν τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, ἀλλά καί τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τόν σκόλοπα τῆς σαρκός, διαβεβαιώνοντάς τον ὅτι «ἡ δύναμίς» του «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
Μέσα σ᾽ αὐτήν τήν φράση τήν ὁποία μᾶς παραδίδει ὁ μέγας ἀπόστολος φυλάσσεται ὡς ἱερά παρακαταθήκη τό νόημα τῆς ὑπομονῆς στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες. Ἡ ὑπομονή εἶναι λυδία λίθος διά τῆς ὁποίας δοκιμάζεται ἀλλά καί ἐνισχύεται ἡ ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό, ἡ ὑπακοή μας στό θέλημά του καί ἡ ταπείνωσή μας. Ἡ ὑπομονή εἶναι αὐτή πού ἐπιτρέπει στόν Θεό νά ἐνεργήσει στήν ψυχή μας μέ ὅποιον τρόπο Ἐκεῖνος νομίζει καταλληλότερο γιά τό συμφέρον της. Ἡ ὑπομονή εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως καί ἡ προϋπόθεση τῆς ἐλπίδος καί τῆς παρακλήσεως. Ὁ Θεός εἶναι, ἄλλωστε, Θεός «ὑπομονῆς καί παρακλήσεως», καί ἀνταποκρίνεται στήν ὑπομονή τῶν τέκνων του, τά ὁποῖα ἐμπιστεύονται τήν ἀγάπη του, χαρίζοντας τους τήν παράκληση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς μακαριότητος τοῦ οὐρανοῦ, καί συγχρόνως μεταποιεῖ διά τῆς ὑπομονῆς των τίς δοκιμασίες σέ ψυχική ὠφέλεια καί ἐν τέλει σέ σωτηρία.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος Παῦλος συστήνει τήν ὑπομονή ὡς ὁδό πνευματικῆς προόδου καί ἀνελίξεως, διαφοροποιούμενος καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀπό τήν καθεστηκυῖα ἄποψη τῆς ἐποχῆς του καί τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία θεωρεῖ τήν ὑπομονή ὡς ἀδυναμία καί προκρίνει τήν ἀντίδραση καί τή μέχρι συγκρούσεως καί ἐνίοτε πτώσεως διεκδίκηση.
Ἡ ὑπομονή τήν ὁποία βιώνει καί διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἐπ᾽ οὐδενί ἀδυναμία. Διότι ἐάν ἦτο ἀδυναμία, δέν θά ἦτο δυνατόν νά εἶναι ἰδιότης καί γνώρισμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ὑπομονή νοεῖται ὡς ἀδυναμία μόνο κατά τήν ἄποψη καί τήν κρίση τοῦ πεπερασμένου καί χοϊκοῦ ἀνθρώπου πού μετρᾶ τόν χρόνο μέ τά δικά του μέτρα καί δέν μπορεῖ νά διακρίνει τήν μακροπρόθεσμη προοπτική τῶν πραγμάτων. Εἶναι ἀδυναμία κατά τήν κρίση τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στή δύναμή του καί νομίζει πώς μπορεῖ νά ἀντιδράσει σέ ὅσα συμβαίνουν, μέχρι νά διαπιστώσει ὅτι εἶναι «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν» καί νά ἀπογοητευθεῖ. Εἶναι ἀδυναμία κατά τήν κρίση τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἔχει πίστη, πού δέν ἔχει ἐλπίδα καί πού, μοιραῖα, στερεῖται καί κάθε προοπτική.
Γι᾽ αὐτό καί στήν ἐποχή μας, ἐποχή κρίσεων πολλαπλῶν καί παντοειδῶν, ἐποχή ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀπομάκρυνση καί τήν ἀποστασιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἡ ὑπομονή, δωρεά τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους τόν πιστεύουν καί εἶναι διατεθειμένοι νά τήν κάνουν βίωμά τους, σπανίζει. Ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ ἀπόγνωση τῶν ἀνθρώπων πληθύνεται. Οἱ διέξοδοι περιορίζονται. Οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες γίνονται δυσβάστακτες, καί ἡ κρίση τῆς ἐποχῆς γίνεται κρίση προσωπική, κρίση ψυχική, κρίση ζωῆς. «Ὑπομονῆς γάρ χρείαν ἔχετε» θά ἔλεγε καί σέ μᾶς σήμερα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος καί θά προέτρεπε τόν καθένα μας πατρικά, ὅπως τόν μαθητή του Τιμόθεο, «δίωκε ὑπομονήν».
Στοιχοῦσα στήν προτροπή τοῦ ἱδρυτοῦ της, ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί ἀποστόλου τῶν Βεροιέων, ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου, ἡ Ἱερά Μητρόπολις Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας, ἐπέλεξε νά ἀφιερώσει τό ΚΑ´ Διεθνές Ἐπιστημονικό της Συνέδριο πρός τιμήν τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου στήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, θέλοντας νά ἀκουστεῖ σέ μία ἐποχή κρίσιμη, κατά τήν ὁποία τίποτε ἄλλο δέν εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο ἀπό τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, ὁ δικός του ἀποστολικός καί θεόπνευστος λόγος· θέλοντας νά παροτρύνει ὅλους μας νά παρακολουθήσουμε μαζί μέ τόν μαθητή του, ἐπίσκοπο Ἐφέσου Τιμόθεο, τό δικό του ἄριστο ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί καρτερίας, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του καί μέσα ἀπό τόν λόγο του, τόν ὁποῖο ἀποτύπωσε ὁ συνέκδημός του, ἅγιος εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, καί συγχρόνως νά μᾶς παροτρύνει νά τό μιμηθοῦμε, γιά νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν ἐλπίδα καί τήν παράκληση στή ζωή μας.
Μέ τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου θά μᾶς διδάξει πολλά μέ τίς εἰσηγήσεις τοῦ παρόντος ΚΑ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, γιά τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία, καλωσορίζω μέ τιμή καί σεβασμό τόν ἐκπρόσωπο τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως κ.κ. Ἀμφιλόχιο, καί τούς ἐκπροσώπους τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν Ἀρχιεπισκόπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, καί τούς εὐχαριστῶ θερμά, διότι λαμπρύνουν μέ τήν παρουσία τους τό Συνέδριο τό ὁποῖο ὀργάνωσε ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας εἰς ἔνδειξη τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν ἱδρυτή της, μέγιστο ἀπόστολο Παῦλο, καί τούς παρακαλῶ νά μεταφέρουν τίς εὐχαριστίες καί τήν ἔκφραση τοῦ σεβασμοῦ μας πρός τούς Ἁγιωτάτους Προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν τους, τούς ὁποίους ἐκπροσωποῦν.
Εὐχαριστίες ἐκφράζω καί πρός τήν πολιτική καί στρατιωτική ἡγεσία τῆς πόλεώς μας καί τοῦ Νομοῦ Ἠμαθίας, πρός τόν εὐαγῆ κλῆρο, τούς εὐλαβεῖς μοναχούς καί τίς μοναχές, τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἠμαθίας καί, ἰδιαιτέρως τῆς Βεροίας, γιατί μέ τήν παρουσία τους ἐκφράζουν τήν τιμή καί τήν εὐγνωμοσύνη τους στόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἀπόστολο τῆς ὑπομονῆς καί τῆς καρτερίας.
Εὐχαριστῶ ἀκόμη ἀπό καρδίας τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς καί τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου, τούς διακεκριμένους ὁμιλητές καί ὅλους ὅσους ἐργάσθηκαν μέ ζῆλο γιά τήν προετοιμασία καί τήν ὀργάνωσή του.
Ὅπως πάντοτε ὅμως ἡ πρώτη καί ἡ ὕστατη εὐχαριστία ἀνήκει σ᾽ Αὐτόν τοῦ ὁποίου ἡ χάρις καί οἱ πρεσβεῖες μᾶς ἐνισχύουν νά συνεχίζουμε καί ἐμεῖς τό ἔργο του στό δικό του γεώργιο, ἐδῶ πού πρῶτος Ἐκεῖνος ἔσπειρε καί ἐπότισε τόν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πού καρποφορεῖ ἐν ὑπομονῇ μέχρι σήμερα, τόν μέγα ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξίωσε νά τοῦ ἀφιερώσουμε καί φέτος τόν κύκλο τῶν ἐκδηλώσεων τῶν Παύλειων, πού ἤδη ὁλοκληρώνεται.
Τίς δικές πρεσβεῖες ἐπικαλοῦμαι καί αὐτή τήν ὥρα κηρύσσοντας τήν ἔναρξη του ΚΑ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας, καί εὔχομαι ἐπιτυχία στίς ἐργασίες του.»