Δυο διακρίσεις του 5ου ΓΕΛ στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος

Τέλη Φεβρουαρίου 2017 προκηρύχθηκε ο 19ος Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος, στον οποίο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μαθητές και μαθήτριες της Γ΄ τάξης Γυμνασίου και όλων των τάξεων Λυκείων της χώρας.

Μαθητές του 5ου ΓΕΛ Βέροιας εκδήλωσαν ενδιαφέρον για το διαγωνισμό αυτό με τέσσερις συμμετοχές. Από αυτές οι υπεύθυνοι του διαγωνισμού ξεχώρισαν με τιμητική διάκριση δύο. Στην Ποίηση τον Πολυχρόνη Ζαφειρίου, μαθητή της Γ’ Λυκείου, για το ποίημά του «Κατάθεσις Στεφάνου» και στο Διήγημα τον Ιωάννη – Σεμπάστιαν Χόργκο, μαθητή της Α΄ Λυκείου, για το διήγημά του «Η Παπαρούνα».

Τα δυο έργα

Πολυχρόνης Ζαφειρίου, Κατάθεσις Στεφάνου (Terra Cypri)

Την έσπειρε στην θάλασσα ο θεός

Αιώνιος ο των νεαρών καρπών της θερισμός

Κι αν το αίμα τους χείμαρρος έρρευσε

Ο ήλιος της το ξέρανε, μα δε το έσβεσε.

Σαν κόρη ορφανή μνηστήρες τη ζυγώσαν

Φακιόλια και παντάλονα της τάξαν την προικώσαν

Μα σα Πηνελόπη ύφαινε περιμένοντας στον αργαλειό

Όχι τον Οδυσσέα, αλλά τη μάνα που ‘χασε από καιρό.

Κάποτε σαν γη- μητέρα τη σκαρφάλωναν οι εκκλησίες

Πάνω σε χαλκό και μάρμαρο εφύτρωναν ελιές, πορτοκαλιές

Μα προσφυγιά και ερείπια της χάρισαν οι καιροί

Στο χώμα της φύτρωσαν λευκοί σταυροί.

Όπου έπεφτε το αλεξίπτωτο άνοιξε πληγή

Που το ξενοδοχείο δεν κατάφερε να κάνει να σβηστεί

Κάθε σπίτι άδειο έμεινε σα μια φωνή

Να τους φωνάζει να γυρίσουν πίσω μήπως λυτρωθεί.

‘Κει καμιά θεά δεν αναλύθηκε από τον αφρό

Η Αφροδίτη ήταν μάνα απ’ τη Κερύνεια που βάσταξε το γιο της νεκρό

΄Κει κανένας βασιλιάς δεν είδε ελεύθερο το νησί

Ο Ευαγόρας ήτανε παιδί με πατέρα χαμένο στην Ανατολή.

Τι να χωρίσει μία πράσινη γραμμή

Όταν χιλιετίες ένωναν το χώμα με τη νησιώτικη ψυχή

Κι αν η γη μοιράστηκε στα δύο

Τα συρματοπλέγματα δεν έκαναν τον πόνο κανενός μισό

Κι αν σε τράπεζες και σε τραπέζια

Σκιές γελούν και υπογράφουν και δίνουνε τα χέρια

Το αίμα κάποιων άλλων χείμαρρος έρρευσε

Κ’ ο ήλιος της το ξέρανε, μα δε το έσβεσε

Μα αν οι λαοί κρατούν την έχθρα στην ψυχή

Μάλλον δεν κατάλαβαν ότι ο πόλεμος τα «όρνια» ευνοεί.

Ιωάννης – Σεμπάστιαν Χόργκος, Η παπαρούνα

Μια φορά κι έναν καιρό πάνω σε ένα βουνό ζούσε μια μικρή παπαρούνα. Το βουνό το οποίο την φιλοξενούσε ήταν αρκετά απότομο και δύσβατο. Όλα αυτά συνέβαλαν στο να καταλήξει ερημικό και σπανίως μια ανθρώπινη πνοή έκανε την εμφάνισή της στις καταπράσινες πλαγιές του. Το ανέγγιχτο και αγνό περιβάλλον μπορούσε να αξιώσει τη σύγκρισή του με επίγειο παράδεισο. Ένα γαλήνιο ποταμάκι διέσχιζε καρτερικά την λαμπερή πλαγιά του βουνού. Οι ακτίνες του ήλιου απλώνονταν και σκορπούσαν παντού την ζωή. Το κρυσταλλικό νερό του ποταμού αντικατατρόπτιζε τις ηλιαχτίδες δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας χρυσαφένιας αύρας που το περιτριγύριζε τρυφερά. Τα αναρίθμητα πουλιά ένιωθαν ευλογημένα που κατοικούσαν σ’αυτόν τον τόπο και ως ένδειξη ευγνωμοσύνης κελαηδούσαν όσο πιο γλυκά μπορούσαν. Ο ήχος που ακουγόταν έδινε μια πρώτη επαφή με τα ουράνια άσματα. Λίγο παραπέρα και παράλληλα με την ροή του ποταμού υπήρχε ένας δρόμος γεμάτος λακούβες με μοναδικό προορισμό την κορυφή.

Το καταπράσινο λιβάδι που απλωνόταν από την άκρη του δρόμου μέχρι την όχθη του ποταμού είχε μόλις τελειοποιηθεί. Οι κόκκινες παπαρούνες αποτελούσαν την τελική πινελιά ενός θαυμάσιου πίνακα. Ανάμεσα σε όλες όμως μία ξεχώριζε. Ήταν η μικρότερη παπαρούνα. Ξεχωριστή δεν την έκανε τόσο η εξωτερική της ομορφιά όσο η αθωότητα και η περηφάνεια της.

Το υπερκόσμιο μαγικό κάλλος του τοπίου όμως αργά αργά θα ξεψυχούσε. Μια μακρά περίοδος ξηρασίας θα άρπαζε χωρίς έλεος την ζωή από το βουνό. Η παρακμή είχε κιόλας αρχίσει. Ο ήλιος είχε μετατραπεί σε δήμιο. Τα φυτά έλιωναν ένα ένα κάτω από την ανυπόφορη ζέστη. Τα πουλιά μετανάστευσαν σε άλλα μέρη, για να επιζήσουν. Η ανεμελιά είχε μετατραπεί σε αγωνία και η χαρά σε λύπη. Η ζωντάνια και η κίνηση σε ακινησία. Τα χρώματα είχαν χαθεί. Η μοναδική τους ελπίδα χανόταν και αυτή. Το ποτάμι άρχισε να στερεύει. Όλα, όλοι υπέκυπταν στον Θάνατο.

Στους πρόποδες του άγριου βουνού ήταν χτισμένο ένα απλό σπίτι. Σ’αυτή ζούσε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Το σπίτι διέθετε μικρή αυλή και ένα γκαράζ όπου φύλαγαν τις πολυαγαπημένες μηχανές τους. Διακρίνονταν για την όρεξη τους για ριψοκίνδυνες περιπέτειες. Εξάλλου πριν χρόνια αυτή τους η αγάπη για περιπέτεια τους έφερε στο ίδιο μέρος. Είχαν τολμήσει να ανέβουν στην κορυφή του πανύψηλου βουνού για να απολαύσουν την θέα και να νιώσουν την αίσθηση κατάκτησης του κόσμου.

Πλησίαζε η επέτειος του γάμου τους. Για δώρο επετείου σκέφτηκε κάτι ξεχωριστό, κάτι το οποίο να την εντυπωσιάσει και να την συγκινήσει. Μάζεψε λοιπόν όλο του το κουράγιο, πήρε την μηχανή, βρήκε μια καλή δικαιολογία για να μην κινήσει υποψίες και ξεκίνησε για το μέρος όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί, για την κορυφή του βουνού. Οι καιρικές συνθήκες μαρτυρούσαν μια διαδρομή χωρίς περιττά εμπόδια. Στόχος του, μια φωτογραφία! Μια φωτογραφία της μαγικής θέας που γέννησε τον έρωτα του δικού του – και του δικού της – πεπρωμένου.

Στο μεταξύ η γοητευτική ομορφιά του βουνού είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Η ξηρασία, ανελέητος εχθρός, δεν κατάφερε να κάμψει τη μικρή παπαρούνα. Αυτή στεκόταν ακόμα όρθια! Ο περήφανος χαρακτήρας της τής έδωσε την απαραίτητη δύναμη για να επιζήσει περισσότερο από τις άλλες. Αυτό ήταν και το κίνητρο. Ήθελε να αποδείξει στους πάντες πως αν και η μικρότερη μπορούσε να σταθεί γενναία μπροστά σε οτιδήποτε. Ήξερε βέβαια πως δεν της απομένει πολύς χρόνος. Νευρική, και στενοχωρημένη αλλά και τόσο καρτερική!

Εκείνη την στιγμή όμως περνούσε ένα κάτασπρο συννεφάκι. Βλέποντας την γενναιότητα και τον ηρωισμό την μικρής παπαρούνας την θαύμασε και χωρίς δεύτερη σκέψη ή και δισταγμούς αποφάσισε να την σώσει. Γλιστρώντας στον άνεμο με ιλλιγιώδη ταχύτητα έφτασε στους βροχερούς φίλους του και, αφού τους εξήγησε την κατάσταση, τους παρακάλεσε να συνδράμουν για τη σωτηρία της μικρής παπαρούνας. Εκείνοι αποδέχτηκαν την έκκληση, στάθηκαν από πάνω της ικανοποιώντας της την μεγάλη δίψα. Η απερίγραπτη χαρά της συνοδευόταν από ευχές ευγνωμοσύνης προς το συννεφάκι που της έσωσε την ζωή.

Το ποταμάκι, όμως, δίπλα της μετατράπηκε ξαφνικά σε ορμητικότατο χείμαρρο. Φαινόταν τόσο απειλητικός που η χαρά της μικρής παπαρούνας εξαφανίστηκε. «Η δίψα μου, τα ορμητικά νερά... η Μοίρα μου!».

Ο μηχανόβιος εντωμεταξύ έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Σε μια απότομη κίνηση για να αποφύγει μια επικίνδυνη λακούβα, η μοτοσικλέτα γλίστρησε και αποκεφάλισε τη μικρή παπαρούνα. Ο μηχανόβιος λυπήθηκε βλέποντας πως και το τελευταίο λουλούδι πλέον είχε χαθεί. Το μάζεψε, το φύλαξε στην τσέπη δίπλα στην καρδιά, σήκωσε αργά την βαριά μοτοσικλέτα και συνέχισε. Έφτασε στην κορυφή του, έβγαλε την φωτογραφία και γύρισε σπίτι.

Λίγες μέρες αργότερα, έφτασε η επέτειό τους. Της έδωσε την φωτογραφία μαζί με ένα μπουκέτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Εκεί μέσα έβαλε και την μικρή παπαρούνα. Εκείνη συγκινήθηκε, έσκυψε το κεφάλι της για να κρύψει τα δάκρυα χαράς της. Τα χείλη του ήρθαν και ακούμπησαν τρυφερά το μέτωπό της. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και ανέμισε τα μαλλιά της. Η μικρή παπαρούνα αφέθηκε και αυτή στον άνεμο. Οι σπόροι της σκορπίστηκαν σε όλη την αυλή. Τα ευαίσθητα πέταλά της πέταξαν μαζί με το αεράκι μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια του αγαπημένου ζευγαριού. Η παπαρούνα ακόμα και άψυχη έγινε η αιτία γαλήνης, ευτυχίας, αγάπης. Ο κήπος τους γέμισε γλύκες και αθώες παπαρούνες που θα θυμίζουν πάντα την μικρή και περήφανη παπαρούνα!