Θρησκευτικά: Άλλη μια ήττα του εκσυγχρονισμού στην εκπαίδευση

Του Στέργιου Καλπάκη

Η υποχώρηση της κυβέρνησης, από τη θέση για αναβάθμιση των θρησκευτικών σε μάθημα θρησκειολογίας, έρχεται να μας υπενθυμίσει τη διαχρονική απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εκσυγχρονίσει το δημόσιο σχολείο και να ανανεώσει το περιεχόμενο των ανθρωπιστικών σπουδών στην εκπαίδευση, προσδίδοντάς του οικουμενικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ώστε να συμβαδίζει με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές προσεγγίσεις. Παρά το γεγονός ότι η διαμάχη για τα θρησκευτικά ήταν μικρής έντασης και διάρκειας, εμφανίζει κοινά σημεία με τους συμβολικούς πολέμους που κατά καιρούς έχουν ξεσπάσει με αφορμή το μάθημα της ιστορίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση του αποσυρθέντος εγχειριδίου της Στ’ Δημοτικού.

Σε αυτές τις διαμάχες, ένα επιμέρους περιστατικό μονοπωλεί το ενδιαφέρον και συνήθως αποτελεί την αφορμή για έντονες αντιδράσεις, που εν τέλει οδηγούν στην υποχώρηση της πολιτείας απέναντι σε αυτούς που αντιδρούν. Από πίσω όμως, τις περισσότερες φορές, κρύβονται βαθύτερα ιδεολογικά αίτια και πολιτικές σκοπιμότητες. Φαινόμενα, που μαζί με πολλά άλλα, εμποδίζουν την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας και τη σύγκλισή της με τις αναπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση του εγχειριδίου ιστορίας, η περιγραφή της καταστροφής της Σμύρνης μονοπώλησε το ενδιαφέρον του δημόσιου διαλόγου και ήταν η αφορμή σφοδρών αντιδράσεων. Πέρα όμως από αυτό, το βιβλίο εκείνο κατηγορήθηκε ότι υποστήριζε την παγκοσμιοποίηση και ότι υποβάθμιζε τα εθνικά ζητήματα. Πράγματι, το συγκεκριμένο εγχειρίδιο προσπάθησε να ξεφύγει από τον εθνοκεντρισμό στο περιεχόμενο και από το συμπεριφορισμό στη μεθοδολογία, αφού περιόρισε αισθητά τις αφηγήσεις και έδωσε χώρο στις δραστηριότητες κριτικής ανάγνωση των ιστορικών πηγών. Η στροφή του δηλαδή, προς τις σύγχρονες προσεγγίσεις της ιστορικής εκπαίδευσης και η απόκλιση από τον «κανόνα» του εθνοκεντρισμού και της παθητικής συσσώρευσης πληροφοριών ήταν αυτά που «πλήρωσε». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι το νέο εγχειρίδιο ιστορίας δεν «έλυσε» μόνο το ζήτημα της καταστροφής της Σμύρνης, αλλά περιόρισε αισθητά τις ενότητες για την ευρωπαϊκή ιστορία και επανέφερε τις μακροσκελείς αφηγήσεις έναντι των διερευνητικών δραστηριοτήτων.

Στην περίπτωση των θρησκευτικών, οι δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, για το ρόλο της Εκκλησίας στη σύγχρονη ιστορία, ήταν η αφορμή για έντονες αντιδράσεις από πλευράς κλήρου και θα λέγαμε ότι αποπροσανατόλισαν, μετατοπίζοντας τη συζήτηση σε ένα πεδίο όπου η Εκκλησία υπερισχύει. Υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, ο Πρωθυπουργός έκανε κάτι αδιανόητο, όχι απλά για την Αριστερά, αλλά για κάθε σύγχρονη δημοκρατία. Με τη συνάντηση της περασμένης Τετάρτης στο Μέγαρο Μαξίμου, κατέστησε την Ιερά Σύνοδο και το Υπουργείο Άμυνας συν-διαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής. Επειδή δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι οι συνθήκες της πολιτικής αντιπαράθεσης διαφέρουν σε σχέση με το παρελθόν, θα εντάξουμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων, που αντέδρασαν στις προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας, στο γενικότερο πλαίσιο μιας στείρας αντιπολιτευτικής τακτικής. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε και τα διαχρονικά ιδεολογικά και πολιτικά αίτια που εμποδίζουν την αναβάθμιση των θρησκευτικών, από κατήχηση σε μάθημα θρησκειολογίας. Αυτά έχουν να κάνουν με την ταύτιση θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης – πίστης και εθνικών συμφερόντων, από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, με την αντιδημοκρατική αντίληψη ότι η επικρατούσα θρησκεία έχει το δικαίωμα να επιβάλλει τα συμφέροντά της μέσω του κράτους, με το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου στηρίζει την εκλογική του επιτυχία στα δίκτυα δημόσιων σχέσεων που αναπτύσσονται στους κόλπους της Εκκλησίας, κ.ά.

Σε αντίθεση με όσους υποστηρίζουν ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης τέτοια ζητήματα είναι αποπροσανατολισμός από τα οικονομικά προβλήματα, προσωπικά θεωρώ σημαντική υπόθεση την αναβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών σε μάθημα θρησκειολογίας. Ο πρώτος λόγος αφορά την προσαρμογή του περιεχόμενου των ανθρωπιστικών σπουδών στην εκπαίδευση, στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Η θρησκειολογία, ως ανάλυση της ιστορίας και συγκριτική προσέγγιση των θρησκειών, κατέχει σημαντική θέση στο σύγχρονο επιστημονικό διάλογο για τους μηχανισμούς επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών, των λαών και των κοινωνικών ομάδων, από τη στιγμή που το ερευνητικό ενδιαφέρον στις ανθρωπιστικές σπουδές μετατοπίζεται από το πεδίο του εθνικού, στο πεδίο του παγκόσμιου. Πέρα όμως από την αναγκαία σύγκλιση της εκπαιδευτικής πολιτικής με τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις, η αλλαγή αυτή θα συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη της κατανόησης και της αλληλεγγύης μεταξύ των μαθητών μιας σύγχρονης και πολυπολιτισμικής κοινωνίας και στην απόρριψη κάθε μορφής φυλετικού, θρησκευτικού, γλωσσικού και κοινωνικού αποκλεισμού στο σχολείο. Δυστυχώς, άλλη μια ευκαιρία εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα δείχνει να πηγαίνει χαμένη.