Ένα «Βήμα» πίσω…

vima

Του Μιχάλη Κουρόγλου 

Στα στενά τοπικά γεωγραφικά πλαίσια , οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια μοναδική μας «ικανότητα» : αδυνατούμε να αξιοποιήσουμε τα σημαντικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, μερικά από τα οποία θα ζήλευε κάθε άλλος τόπος και κάθε άλλη κοινωνία. Πρωτεύον παράδειγμα η Βεργίνα, με το Μουσείο, σχεδόν 40 χρόνια μετά την παγκόσμιας σπουδαιότητας ανακάλυψη, ακόμη να αναμένεται. Υστερα, ο Τριπόταμος, του οποίου η αξιοποίηση ανατίθεται, κατά πως φαίνεται σε πολύ μελλοντικές γενιές ενώ άλλες πόλεις βγάζουν εισόδημα από τα ποτάμια που τις διασχίζουν. Για να μην αναφέρουμε και την μοναδική ανικανότητά μας να χτίσουμε τη γέφυρα Κούσιου (η ονομασία θα πρέπει να θεωρείται ,πλέον, ενδεικτική).

Τέλος, το μοναδικό στον κόσμο Βήμα του Αποστόλου Παύλου. Στην περίπτωση αυτή η ανικανότητα των τοπικών αρχών αγγίζει οροφή και θα πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε για τη δυνατότητά μας ακόμη και να σκεφτόμαστε με τον κοινό νου.

Αλλά πριν επεκταθούμε, θέλουμε να θυμίσουμε την λαμπρή εξαίρεση, αυτή της Παλιάς Μητρόπολης.

Μία περίπτωση κλασικής ελληνικής αδιαφορίας για την λαμπρή πολιτιστική μας κληρονομιά, ένα ιστορικό εκκλησιαστικό κτίσμα ερχόμενο από τα βάθη της βυζαντινής ακμής, για αιώνες αφέθηκε ν α έχει την τύχη κοινού κτίσματος. Εγκαταλειμμένου, ερειπωμένου, βιασμένου ως προς την ειδική του χρήση. Επιτέλους, επρόκειτο για την Παλιά Μητρόπολη, όχι για αχερώνα-όπως ακόμη και τέτοια «χρήση» διατήρησε για αιώνες ίσως. Με τη γνώση της τύχης του ναού, όταν πανεπιστημιακοί και ιστορικοί συντήρησαν τη διαχρονική αξία της στο χρόνο. Και όμως, η αναμονή άξιζε. Εκείνο που η τοπική Εκκλησία, ο Δήμος και η Πολιτεία αδυνατούσαν ακόμη και να συλλάβουν, μια Κίνηση Πολιτών , ανέδειξε την ανικανότητα των προηγούμενων, μόχθησε-όχι πολύ σε χρόνο- ώστε σε ένα χρόνο από σήμερα ο ναός θα κάνει τα νέα θυρανοίξια του.

Επιστρέφουμε στο «Βήμα»,(για να αναδειχθεί η αξία των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο), με μία παρένθεση που άμεσα συνδέεται : πριν από λίγες εβδομάδες, ο Γιάννης Καμπούρης, παρουσίασε δημοσίως την εξαίρετη πρότασή του, ως γνώστης και έμπειρος «σχολιαστής» των δεδομένων του αντικειμένου ενασχόλησής του, για την σύλληψη ενός μοντέλου αξιοποίησης του τοπικού πολιτιστικού πλούτου. Δυστυχώς, αρκετοί από τους παρευρισκόμενους βρίσκονταν σε διαφορετικό μήκος κύματος από το περιεχόμενο της παρουσίασης, αποκαλύπτοντας τον λανθασμένο τρόπο σκέψης και την στρεβλή σύλληψη της έννοιας «Πολιτισμός», αντιλαμβανόμενοι ότι η πολιτιστική παράδοση υπάρχει μόνο για να μας αφήνει υλικό κέρδος. Φυσικά είναι ζητούμενο και ο Γιάννης Καμπούρης το αναζητά στην πρότασή του, χωρίς να του διαφεύγει η έτερη ανάγκη προσδιορισμού των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που πολιτιστικά μας εμπεριέχουν.

Ξεχώρισε, άρα, τη δυναμική του πλούτου μας, ορίζοντας ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να συλληφθούν, να αναλυθούν, να αξιολογηθούν, να αφομοιωθούν και στη συνέχεια, με πλήρη γνώση και ετοιμότητα να δοθούν και για την πολύπλευρη εκμετάλλευσή τους. Γιατί αναφέρουμε την «παρένθεση»; Είναι όχι ενδεικτική αλλά αποδεικτική της αποστασιοποίησης ολόκληρης της πόλης από εκείνα που θα έπρεπε να την ορίζουν. Αυτή η συνειδητοποίηση θα έδινε την ώθηση που λείπει.

Και ερχόμαστε, μετά την χρήσιμη παρένθεση, στο «Βήμα». Πριν από δύο δεκαετίες, ο νέος, τότε, Μητροπολίτης, ορθά συνέλαβε και υλοποίησε την ιδέα της οργάνωσης των «Παυλείων». Σύντομα, ο θεσμός ξεπέρασε τα τοπικά σύνορα καθώς και τα σύνορα της χώρας. Είναι πια μια διεθνώς αναγνωρισμένη θρησκευτική σύναξη που ανοίγει δρόμους πολλαπλής αξιοποίησης, υλικής και πνευματικής, της τύχης που έχει ο τόπος. Το δεύτερο συνθετικό πηγαίνει, νομίζουμε, καλά. Το πρώτο, που συνδέεται άρρητα με το δεύτερο, όχι. Πηγαίνει μάλιστα προς τα πίσω. Είναι απλή η διαπίστωση. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι από τα πέρατα του κόσμου (συχνότατες είναι οι επισκέψεις ανθρώπων από τη Απω Ανατολή!), πολίτες έρχονται και απέρχονται απογοητευμένοι. Οχι γιατί δεν βλέπουν κάτι συγκεκριμένο. Είναι κοινός τόπος πως σε ένα ιστορικό-αρχαιολογικό χώρο, το ελλείπον στοιχείο δημιουργεί «οντότητα», με το φαντασιακό. Η απογοήτευση εστιάζεται αλλού. Στην παντελή έλλειψη υποδομών ώστε να καθίσταται προβληματική η επίσκεψη. Η μεγάλη πλειοψηφία των επισκεπτών ανήκει σε ηλικιακές ομάδες που εμφανίζουν συχνότερη την ανάγκη τουαλέτας. Αυτή δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει εκθετήριο, αναψυκτήριο, περιβάλλων χώρος ξαπόστασης, περισυλλογής, «ανακεφαλαίωσης» των εντυπώσεων στη σκέψη του επισκέπτη.

Λίγο πριν να ξεσπάσει η καταραμένη κρίση, ο ΕΟΤ κατέθεσε πρόταση αξιοποίησης του χώρου, με προβλεπόμενη την ανάπτυξη των προαναφερομένων και την ευρύτερη αξιοποίηση της περιοχής. Την εκμετάλλευση θα είχε ο ΕΟΤ αλλά, τι θα πείραζε; τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά για τον τόπο οι δε επισκέπτες θα ήταν εν δυνάμει νέοι επισκέπτες, αφού θα έφευγαν ευχαριστημένοι, σε αντίθεση με την σημερινή εικόνα του «τίποτα» που αποκομίζουν και αποθαρρύνονται ενώ σίγουρα αποθαρρύνουν και άλλους. Το σχέδιο, προϊούσης της κρίσης, δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Αρα, τι απομένει; Ενόσω οι αρχές υπνώττουν ή, τώρα πια, αδυνατούν κιόλας, επαφίεται στην Κίνηση Πολιτών, για μια φορά ακόμη, να αναδείξει το ζήτημα, να τρέξει, να φωνάξει, να πιέσει για το αυτονόητο. Διαφορετικά, θα μείνουμε με τους τουρίστες να προσκυνούν βιαστικά και απογοητευμένοι να φεύγουν τρέχοντας.

Αλλά και με τις ιεροτελεστίες που, εν τέλει, προσφέρουν μόνο μια ανάμνηση μεγαλείων.